*Γράφει η Σπυριδούλα Βαρλοκώστα, Καθηγήτρια Γλωσσολογίας στο τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εφημερίδα «Πανεπιστήμιο Αθηνών», Φύλλο 3, κυκλοφόρησε με «Το Βήμα της Κυριακής» 30 Μαρτίου 2025.
Τι είναι αλήθεια η γλώσσα μας, πώς αναπτύσσεται και πώς επηρεάζει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας; Μια ομάδα καθηγητών, μεταδιδακτορικών ερευνητών, υποψήφιων διδακτόρων, μεταπτυχιακών και προπτυχιακών φοιτητών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών μαζί με συνεργάτες από την Ελλάδα και το εξωτερικό ξεκίνησε το 2010 να μελετάει τη γλώσσα και τη σχέση της με τον ανθρώπινο νου και εγκέφαλο.
Η ομάδα του Εργαστηρίου Ψυχογλωσσολογίας και Νευρογλωσσολογίας διερευνά έτσι τους νοητικούς και εγκεφαλικούς μηχανισμούς που εμπλέκονται στη γλωσσική ανάπτυξη και επεξεργασία, καθώς και τις διαταραχές που μπορεί να επηρεάσουν τη γλωσσική ικανότητα του ανθρώπου.
Από τη θεωρία στην… πράξη
Στον 6ο όροφο της Φιλοσοφικής Σχολής στην Πανεπιστημιούπολη Ζωγράφου καθημερινά υλοποιούνται μελέτες που στόχο έχουν να φωτίσουν βαθύτερα την ανθρώπινη γλώσσα και τον τρόπο με τον οποίο ο ανθρώπινος νους και εγκέφαλος την επεξεργάζονται.
Ένα από τα βασικά ερωτήματα που μας απασχολούν είναι πώς αναπτύσσεται η γλώσσα στα πρώτα χρόνια της ζωής του ανθρώπου, πριν αρχίσει η επίσημη εκπαίδευση. Η ανάπτυξη, δηλαδή, διαφορετικών πτυχών του γλωσσικού συστήματος, από το λεξιλόγιο και τη συντακτική πολυπλοκότητα των προτάσεων που παράγουν τα παιδιά ως την κειμενική δομή των αφηγήσεών τους. Μελετάμε επίσης αν ορισμένοι ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες παίζουν ρόλο στην ανάπτυξη αυτή.
Για παράδειγμα, επηρεάζουν οι γνωστικές λειτουργίες, όπως η εργαζόμενη μνήμη, ή το κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο της οικογένειας την ανάπτυξη της γλώσσας;
Ιδιαίτερη έμφαση έχει επίσης δοθεί από ερευνητές του εργαστηρίου στη μελέτη της διγλωσσίας, της ταυτόχρονης ανάπτυξης, δηλαδή, δύο γλωσσών και της ικανότητας ενός ατόμου να χρησιμοποιεί δύο ή περισσότερες γλώσσες. Η διγλωσσία αποτελεί ένα από τα πιο επίκαιρα θέματα στη σύγχρονη γλωσσολογική έρευνα, καθώς αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των ανθρώπων που μεγαλώνουν σε δίγλωσσα περιβάλλοντα.
Στο εργαστήριο οι ερευνητές μελετούν πώς οι δίγλωσσοι ομιλητές κατακτούν τις γλώσσες τους και πώς διαφέρουν από τους μονόγλωσσους ομιλητές. Με ποιον τρόπο η μία γλώσσα επηρεάζει την άλλη και πώς η ποσότητα και η ποιότητα των γλωσσικών ερεθισμάτων από το περιβάλλον επηρεάζουν τη δίγλωσση ανάπτυξη.
Η έρευνά μας όχι μόνο συνεισφέρει στη διεύρυνση των γνώσεών μας σχετικά με τη διγλωσσία, αλλά προσφέρει και νέες δυνατότητες για την εφαρμογή αυτών των ευρημάτων στην εκπαιδευτική διαδικασία. Παράλληλα, στο εργαστήριο μελετώνται οι δυσκολίες και τα ελλείμματα στη γλώσσα σε περιπτώσεις αναπτυξιακών διαταραχών, όπως η Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος, η Αναπτυξιακή Γλωσσική Διαταραχή σε επίκτητες διαταραχές του λόγου, όπως η αφασία μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο, καθώς και σε νευροεκφυλιστικές παθήσεις, όπως η νόσος Αλτσχάιμερ.
Η μελέτη των γλωσσικών ελλειμμάτων όχι μόνο φωτίζει τη λειτουργία του γλωσσικού συστήματος και τη σύνδεσή του με άλλα γνωστικά συστήματα, αλλά παράλληλα αποτελεί θεμέλιο για τον σχεδιασμό εξατομικευμένων και αποτελεσματικών παρεμβάσεων που στόχο έχουν την ενίσχυση της επικοινωνιακής ικανότητας και κατ’ επέκταση τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ατόμων με δυσκολίες στη γλώσσα και την επικοινωνία.
Πρόσφατα ευρήματα της ομάδας
Ένα από τα πρόσφατα ερευνητικά έργα του εργαστηρίου, επικεντρώθηκε στον τρόπο με τον οποίο οργανώνουν τις αφηγήσεις τους άτομα που έχουν κάποια αναπτυξιακή ή επίκτητη διαταραχή του λόγου. Στόχος ήταν να κατανοήσουμε με ποιον τρόπο η οργάνωση μιας αφήγησης σε επεισόδια επηρεάζεται από τις γλωσσικές δεξιότητες σε παιδιά με διαταραχή αυτιστικού φάσματος και σε ενηλίκους με αφασία που προκύπτει όταν ένα εγκεφαλικό επεισόδιο πλήξει περιοχές στον εγκέφαλο σημαντικές για τη γλωσσική επεξεργασία.
Διαπιστώσαμε ότι τα αυτιστικά παιδιά σημείωσαν χαμηλότερες επιδόσεις από τους νευροτυπικούς συνομηλίκους τους σε δύο μετρήσεις γλωσσικής ικανότητας, το αντιληπτικό λεξιλόγιο και την κατανόηση της σύνταξης, και ότι οι αφηγήσεις τους περιλάμβαναν σημαντικά λιγότερα βασικά γεγονότα της ιστορίας που αφηγούνται, λιγότερες πληροφορίες σχετικά με τον χρόνο και/ή τον τόπο της ιστορίας, καθώς και περισσότερες άσχετες εκφράσεις.
Τα ευρήματα αυτά μας οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η γλωσσική ικανότητα βοηθά την οργάνωση του αφηγηματικού λόγου στα νευροτυπικά παιδιά, ενώ τα αυτιστικά παιδιά φαίνεται να είναι λιγότερο αποτελεσματικά στη χρήση των γλωσσικών τους πόρων κατά την αφήγηση μιας ιστορίας.
Οδηγηθήκαμε επίσης στην υπόθεση ότι οι άσχετες εκφράσεις στις αφηγήσεις τους μπορεί να προέρχονται από την αδυναμία τους να καταστέλλουν παραπλανητικές λεπτομέρειες κι επομένως να κωδικοποιούν πραγματολογικά σχετικές πληροφορίες στα οπτικά ερεθίσματα με βάση τα οποία δημιουργούν τις αφηγήσεις τους.
Με στόχο να κατανοήσουμε καλύτερα τις γλωσσικές και γνωστικές δεξιότητες που συμβάλλουν στην αφηγηματική ικανότητα του ανθρώπου, μελετήσαμε πώς αφηγούνται μια γνωστή ιστορία νευροτυπικοί ενήλικοι ομιλητές χωρίς εγκεφαλική βλάβη και ομιλητές με αφασία μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο. Διαπιστώσαμε ότι ενώ οι δύο ομάδες δεν διαφέρουν ως προς τη λεξιλογική ποικιλία που παρατηρείται στις αφηγήσεις τους, διαφέρουν και στη συντακτική πολυπλοκότητα που έχουν οι προτάσεις των αφηγήσεών τους (μικροδομή αφήγησης, γραμματική) και στη συνθετότητα των επεισοδίων της ιστορίας που αφηγούνται (μακροδομή αφήγησης, κειμενικοί δείκτες).
Παράλληλα οι δύο ομάδες διέφεραν μεταξύ τους και στις επιδόσεις τους σε επιτελικές λειτουργίες όπως η εργαζόμενη μνήμη, δηλαδή η δεξιότητα να επεξεργαζόμαστε πληροφορίες καθώς τις αποθηκεύουμε, και η γνωστική ευελιξία, δηλαδή η ικανότητα να ρυθμίσουμε τη συμπεριφορά και τις σκέψεις μας για να προσαρμοστούμε σε νέες καταστάσεις. Τα ευρήματα της μελέτης μας ανέδειξαν τον ρόλο που παίζουν οι συντακτικές δεξιότητες και οι επιτελικές λειτουργίες του ομιλητή στην οργάνωση των αφηγήσεών του.
Ο νευροτυπικός ομιλητής αξιοποιεί όλες τις δεξιότητές του, γλωσσικές και γνωστικές, ενώ τα άτομα με αφασία ως αποτέλεσμα εγκεφαλικής βλάβης στηρίζονται κυρίως σε γλωσσικές δεξιότητες, όπως το λεξιλόγιό τους. Τα ευρήματα αυτά έρχονται να τονίσουν την ανάγκη να ενσωματωθούν οι επιτελικές λειτουργίες στη λογοθεραπευτική παρέμβαση που προσφέρεται στα άτομα με αφασία.