Η Μαργαρίτα Αριανούτσου – Φαραγγιτάκη είναι Ομότιμη Καθηγήτρια Οικολογίας στο Τμήμα Βιολογίας ΕΚΠΑ
Eίναι αναμφισβήτητο γεγονός πως η χώρα μας βίωσε τη μεγαλύτερη διαταραχή στο χερσαίο φυσικό της περιβάλλον λόγω των μεγαπυρκαγιών που έκαιγαν ταυτόχρονα στην Εύβοια, στην Πελοπόννησο, στην Αττική, στη Ρόδο και σε άλλες περιοχές. Το τι έφταιξε δεν είναι το ίδιο για όλες τις περιπτώσεις ούτε σχετίζεται μόνο με την κλιματική αλλαγή, η οποία σίγουρα επιδεινώνει τις συνθήκες που επάγουν την εκδήλωση πυρκαγιών. Σχετίζεται και με το ότι η προληπτική διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος έχει αφεθεί στον πατριωτισμό και την ατομική μας ευθύνη.
Η συσσωρευμένη επιστημονική γνώση που διαθέτουμε εδώ και δεκαετίες για τον ρόλο της φωτιάς στα μεσογειακά οικοσυστήματα έχει βοηθήσει στην παραγωγή σύγχρονων συστημάτων υποβοήθησης λήψης αποφάσεων για σχεδιασμό των δράσεων στη μεταπυρική αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος.
Ξεκινώντας την πολύ σύντομη αναφορά στα βασικά βήματα αυτών, όπως τα προτείνουμε για τη χώρα μας, πρέπει να τονίσουμε πως η Ελλάδα έχει υποχρέωση να διατηρήσει τη βιοποικιλότητά της σεβόμενη τις συνθήκες που έχει υπογράψει και πως αβασάνιστες προτάσεις μετατροπής των δασών σε καλλιέργειες διαφόρων ειδών θα την αποστερήσουν από τις φυσικές αποθήκες άνθρακα που διαθέτει επιτείνοντας έτσι το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής.
Αφού κηρυχτούν αναδασωτέες οι καμένες εκτάσεις (δηλαδή ότι θα παραμείνουν δάσος) και απαγορευτεί αυστηρά η βόσκηση, πρέπει να γίνει αποτύπωσή τους με σύγχρονα τεχνολογικά μέσα και να εντοπιστούν τα ευάλωτα σημεία εντός της περιμέτρου τους. Αυτά μπορεί να είναι θέσεις που έχουν καεί στο κοντινό παρελθόν (δεν φαίνεται να υπάρχουν πολλές τέτοιες περιπτώσεις τουλάχιστον στη μεγαπυρκαγιά της Εύβοιας, μια και το πευκοδάσος που κάηκε ήταν ώριμο και συμπαγές, δηλαδή μεγαλύτερο των 50 χρόνων), θέσεις με έντονη κλίση στις οποίες η σφοδρότητα καύσης ήταν μεγάλη και ενδεχομένως δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για επιφανειακή απορροή και διάβρωση του εδάφους μετά από έντονη βροχόπτωση. Στις πρώτες χρειάζεται ειδικός σχεδιασμός για την υποβοήθηση της φυσικής αναγέννησης ενώ στις δεύτερες παρεμβάσεις για την ανάσχεση της επιφανειακής απορροής αλλά και διάβρωσης.
Δεν είναι σκόπιμο να κοπούν τα καμένα δένδρα, με το επιχείρημα που ακούγεται ότι εμποδίζουν τη φυσική αναγέννηση. Η φυσική αναγέννηση των καμένων πευκοδασών και θαμνωδών εκτάσεων θα συμβεί με πιθανότητα >90% απρόσκοπτα εφόσον εμείς δεν μπούμε να τσαλαπατήσουμε το έδαφος που είναι ευάλωτο λόγω της απώλειας του οργανικού του περιεχομένου. Τα καμένα δένδρα προσφέρουν καλύτερες συνθήκες επιβίωσης στα αρτίβλαστα πεύκου που θα προκύψουν μαζικά μετά τις πρώτες βροχές, μειώνουν τη ραγδαιότητα της βροχής και συγκρατούν το έδαφος.
Είναι εγκληματικό να οργανωθούν μαζικές αναδασώσεις σε περιοχές στις οποίες η φύση ξέρει πώς να επουλώνει τις πληγές της και ακόμη περισσότερο να γίνει απόπειρα τροποποίησης της δομής των δασών με το πρόσχημα να αντικατασταθούν τα πεύκα με κάποια άλλα είδη που καίγονται βραδύτερα. Με λύπη μου θα θυμίσω πως και τα έλατα καίγονται βραδύτερα αλλά η Πάρνηθα κάηκε το 2007. Επίσης, ας κατανοήσουμε επιτέλους πως τα δασικά οικοσυστήματα είναι ενότητες οργανισμών με συγκεκριμένη σύνθεση και λειτουργία και δεν είναι ούτε άλση ούτε γεωργικές εκτάσεις ούτε ο κήπος μας για να τα γεμίσουμε με χαρουπιές ή όποιο άλλο φυτό έτυχε να γνωρίζουμε… Οι περιπτώσεις των περιαστικών δασών ή των περιοχών όπου δημιουργήθηκαν συμπαγείς οικισμοί εντός του δάσους είναι διαφορετικές και εκεί ίσως θα μπορούσαμε να εξετάσουμε εναλλακτικές. Τέλος, ο μύθος πως αν βάλουμε βελανιδιές στη θέση των πεύκων καιρός είναι να καταρριφτεί μια και οι βελανιδιές χρειάζονται περισσότερο ψυχρές και υγρές συνθήκες και ειλικρινά αναρωτιέμαι πού θα τις βρουν στο νέο περιβάλλον που δημιουργεί η κλιματική αλλαγή.
Πρέπει να αντιληφθούμε πως η διάρκεια ζωής του ανθρώπου δεν ταυτίζεται με τη διάρκεια ζωής ενός δάσους και πως είναι παραβίαση της φυσικής λειτουργίας να επιδιώκουμε να επιταχύνουμε διαδικασίες που ακολουθούν άλλους ρυθμούς προκειμένου εμείς να «ξαναδούμε» τα βουνά να πρασινίζουν γρήγορα. Το πολιτικό και προσωπικό ενδιαφέρον για το φυσικό περιβάλλον καλό είναι να επιδεικνύονται πριν από μια καταστροφή.
Κώνος Pinus halepensis (Χαλεπίου πεύκης), του οποίου τα λέπια που κρατούν προστατευμένα τα σπέρματα πάνω στην κόμη του δένδρου, ανοίγουν υπό την επίδραση της θερμότητας που αναπτύσσεται από τη φωτιά και απελευθερώνουν τα σπέρματα στο έδαφος. Με τις πρώτες βροχές του φθινοπώρου, αυτά φυτρώνουν μαζικά εξασφαλίζοντας τη φυσική αναγέννηση του πληθυσμού του είδους.
Το ίδιο συμβαίνει και σε άλλα θαμνώδη φυτικά είδη του υπορόφου των πεύκων, όπως η λαδανιά (Cistus creticus) (κάτω φωτογραφία).
Αναγεννημένη με φυσική αναγέννηση φυτοκοινότητα Pinushalepensis στην Εύβοια, 6 χρόνια μετά από φωτιά.
Το άρθρο πρώτη φορά δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 16 Αυγούστου 2021