*Γράφει η Ασημίνα Αντωναράκου, Καθηγήτρια του τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εφημερίδα «Πανεπιστήμιο Αθηνών», Φύλλο 3, κυκλοφόρησε με «Το Βήμα της Κυριακής» 30 Μαρτίου 2025
Μπαίνοντας στο Μουσείο Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης και παρατηρώντας τα εκθέματα του, δεν μπορείς να μη σκεφτείς τους ανθρώπους που ενισχύουν τη λειτουργία του. Μια τέτοια μορφή είναι η Ελένη Μαρτίνου, ένας άνθρωπος δοσμένος στην τέχνη και ένας κρίκος στη μεγάλη αλυσίδα της παράδοσης.
Ως γόνος της οικογένειας Μαρτίνου φέρει το βάρος και την τιμή μιας παρακαταθήκης που ξεκίνησε το 1895, όταν ο παππούς της, Θανάσης Μαρτίνος, ίδρυσε το παλαιοπωλείο «Μαρτίνος» στην Αθήνα. Από τότε, η ιστορία συνεχίζεται αδιάκοπα, ένα αέναο ταξίδι μέσα από αντικείμενα που ψιθυρίζουν τις ιστορίες τους σε όσους ξέρουν να ακούν.
Η ίδια ανέλαβε τα ηνία του παλαιοπωλείου το 1972, όταν ο πατέρας της, Ιωάννης Μαρτίνος, αρρώστησε και στην πορεία το μετέτρεψε σε σημείο συνάντησης της τέχνης με τον χρόνο. Το 2001, τολμώντας ένα νέο βήμα, δημιούργησε έναν δεύτερο χώρο στην οδό Πινδάρου, όπου το παλιό και το σύγχρονο σμίγουν σε μια αρμονική συμφωνία. Ωστόσο, δεν στάθηκε μόνο στην εμπορική διάσταση της τέχνης, καθώς γνώριζε πως η αληθινή αξία των αντικειμένων δεν βρίσκεται στην ύλη τους, αλλά στις ιστορίες που κουβαλούν.
Γι’ αυτό, με βαθιά συναίσθηση του πολιτιστικού της χρέους, προσέφερε 855 αντικείμενα από τη συλλογή του πατέρα της στο Μουσείο Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έργα από την πρωτοκυκλαδική ως την πρωτοβυζαντινή περίοδο βρήκαν στέγη στη νέα Αίθουσα Ιωάννου Μαρτίνου, δίνοντας φωνή στο παρελθόν και σμιλεύοντας τη συνείδηση των επόμενων γενεών.
Πρόσφατα, συμπλήρωσε την αρχική δωρεά με αντικείμενα της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου, ανάμεσά τους κεραμικά αγγεία, σταυρούς-λειψανοθήκες και κυρίως εικόνες που χρονολογούνται από τον 17ο έως τον 19ο αι.
Μιλώντας για τα παραπάνω, η ίδια η Ελένη Μαρτίνου εξηγεί πως ο λόγος που την οδήγησε σε αυτή τη δωρεά ήταν η επιθυμία της να χρησιμοποιηθούν αυτά τα αντικείμενα στην εκπαίδευση, τόσο των φοιτητών όσο και των μαθητών. Για εκείνη, η γνώση και η ιστορική συνείδηση είναι ζωντανές μόνο όταν μοιράζονται και μεταλαμπαδεύονται στις νέες γενιές. Επιπλέον, αναφέρει τη σημασία του γεγονότος ότι τα εκθέματα αυτά θα συντηρηθούν με τη δέουσα προσοχή και θα παρουσιαστούν σε μια ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα, όπου θα συνεχίσουν να φωτίζουν το παρελθόν και να εμπνέουν το μέλλον.