Μπετίνα Κανδύλα1, Άρτεμις Τσίτσικα2, Αλεξάνδρα Σολδάτου1, Χαρά Τζαβάρα2, Σπυρίδων Καρανάσιος1, Κυριακή Καραβανάκη1.
1Ιατρείο Διαβήτη και Μεταβολισμού, Β΄ Παιδιατρική Κλινική Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Νοσοκομείο Παίδων «Παναγιώτη & Αγλαΐας Κυριακού»
2Μονάδα Υγείας Εφήβων, Β΄ Παιδιατρική Κλινική Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Νοσοκομείο Παίδων «Παναγιώτη & Αγλαΐας Κυριακού»
Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 (ΣΔτ1) αποτελεί μια από τις συχνότερες χρόνιες νόσους της παιδικής ηλικίας. Κατά την εφηβεία οι ασθενείς προσπαθούν να προσδιορίσουν τη σεξουαλική τους ταυτότητα και η έλλειψη γνώσης για τη σεξουαλική υγιεινή σε συνδυασμό με την παρορμητική συμπεριφορά της εφηβείας και το πτωχό διαβητικό έλεγχο, μπορεί να έχουν αρνητική επίπτωση στην ερωτική ζωή των εφήβων με ΣΔτ1, όπως την πρόκληση ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης, την εκδήλωση σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων και τον εξαναγκασμό σε σεξουαλική επαφή. Αν και οι πάροχοι των υπηρεσιών υγείας συμβουλεύουν τακτικά τους εφήβους με ΣΔτ1 για την αντιμετώπιση της νόσου, ωστόσο υπάρχουν περιορισμένες μελέτες για τους παράγοντες που σχετίζονται με την εκδήλωση επικίνδυνων σεξουαλικών συμπεριφορών.
Ο σκοπός της μελέτης ήταν να διερευνηθεί η παρουσία σεξουαλικά επικίνδυνων συμπεριφορών σε Έλληνες εφήβους με ΣΔτ1 σε σύγκριση με υγιείς συνομήλικους, καθώς και η διερεύνηση πιθανών προδιαθεσικών παραγόντων, όπως η ηλικία, το φύλο, η διάρκεια του διαβήτη, ο γλυκαιμικός έλεγχος και το εκπαιδευτικό επίπεδο των γονιών. Η μελέτη συμπεριέλαβε 174 εφήβους, ηλικίας 14-21 ετών (μέση ηλικία 15.9± 1.6 έτη). Από τους συμμετέχοντες οι 58 είχαν ΣΔτ1 (μέση ηλικία 16.3±2 έτη) και συγκρίθηκαν με 116 υγιείς εφήβους (μέση ηλικία 15.8±1.4 έτη).
Συγκεντρώθηκαν τα δημογραφικά στοιχεία όλων των συμμετεχόντων, ενώ στους εφήβους με ΣΔτ1 μετρήθηκαν τα σωματομετρικά στοιχεία και καταγράφηκαν δεδομένα αναφορικά με τη διαχείριση του διαβήτη. Επιπρόσθετα, όλοι οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν δυο ανώνυμα ερωτηματολόγια που περιλάμβαναν (1) επίπεδο εκπαίδευσης, επάγγελμα και οικογενειακή κατάσταση των γονέων, (2) σεξουαλική δραστηριότητα, (3) χρήση αντισυλληπτικών, (4) ψυχολογικούς παράγοντες και (5) πηγές για σεξουαλική ενημέρωση.
Σε σχέση με τους υγιείς συνομήλικους, οι έφηβοι με ΣΔτ1 είχαν σε μικρότερο ποσοστό κάποια σεξουαλική εμπειρία (87.4% vs74.1%, p=0.033). Τα αγόρια και στις δυο ομάδες είχαν σε υψηλότερο ποσοστό σεξουαλική εμπειρία, ενώ η μέση ηλικία της πρώτης σεξουαλικής επαφής ήταν παρόμοια για τις δυο ομάδες; 14.7 (±1.5) χρόνια για τους εφήβους με ΣΔτ1 και 14.5 (±2.3) χρόνια για τους υγιείς.
Οι περισσότεροι έφηβοι και στις δυο ομάδες είχαν ≤2 σεξουαλικούς συντρόφους. Αν και μη στατιστικά σημαντικό, λιγότεροι έφηβοι με ΣΔτ1 είχαν εξαναγκαστεί σε σεξ σε σχέση με τους υγιείς (4.3% έναντι15.7%). Τα κορίτσια είχαν λιγότερους σεξουαλικούς συντρόφους. Η κατανάλωση αλκοόλ πριν το σεξ ήταν παρόμοια και στις δυο ομάδες, ωστόσο λιγότεροι έφηβοι με ΣΔτ1 ανέφεραν μέθη πριν από το σεξ σε σχέση με υγιείς συνομήλικους (4.3% έναντι 20%, p=0.0156).
Η παρουσία ≥2 επικίνδυνων συμπεριφορών ήταν τρεις φορές υψηλότερη στην ομάδα ελέγχου, συγκριτικά με τους εφήβους με ΣΔτ1 (8.2% vs 23.2%). Από τους εφήβους με ΣΔτ1 και ≥2 επικίνδυνες συμπεριφορές, οι περισσότεροι ήταν αγόρια (p=0.045), μεγαλύτερης ηλικίας (p<0.031) και νεότεροι κατά την πρώτη σεξουαλική επαφή (p= 0.031), σε σχέση με εκείνους με <1 επικίνδυνη συμπεριφορά. Η παρουσία επικίνδυνης συμπεριφοράς στην ομάδα με ΣΔτ1 συσχετιζόταν με υψηλότερο μητρικό εκπαιδευτικό επίπεδο (πανεπιστήμιο/μεταπτυχιακό)(p=0.039). Η ανάλυση της πολλαπλής λογιστικής παλινδρόμησης έδειξε πώς η ηλικία έναρξης της πρώτης σεξουαλικής επαφής σε εφήβους με ΣΔτ1 σχετίζεται με υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο της μητέρας (b=−1.47, p=0.014) και πτωχό γλυκαιμικό έλεγχο [HbA1c (b=−0.63, p=0.049)].
Στην ομάδα ελέγχου, οι έφηβοι με ≥2 επικίνδυνες συμπεριφορές ήταν μεγαλύτεροι ηλικιακά (p<0.006) και κυρίως αγόρια (p=0.001). Οι επικίνδυνες συμπεριφορές δε σχετίζονταν με το εκπαιδευτικό επίπεδο των γονέων και την ηλικία πρώτης σεξουαλικής επαφής. Τέλος, σε σύγκριση με τους εφήβους με ΣΔτ1, οι υγιείς έφηβοι ήταν τρείς φορές πιθανότερο να έχουν κάνει σεξ χωρίς προφυλάξεις (6.66%vs 18.9%, p=0.339).
Συμπερασματικά η παρούσα μελέτη δείχνει πως οι έφηβοι με ΣΔτ1 είχαν σεξουαλική εμπειρία και επιπλέον εκδήλωσαν επικίνδυνη σεξουαλική συμπεριφορά σε μικρότερο ποσοστό συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου. Τα χαρακτηριστικά των εφήβων με ή χωρίς ΣΔτ1 και ≥2 επικίνδυνες σεξουαλικές συμπεριφορές ήταν το άρρεν φύλο και η μεγαλύτερη ηλικία, ενώ τα χαρακτηριστικά των εφήβων με ΣΔτ1 και ≥2 επικίνδυνες συμπεριφορές ήταν η νεότερη ηλικία κατά την πρώτη επαφή, το υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης της μητέρας και η πτωχότερη ρύθμιση. Γίνεται αντιληπτό πώς οι έφηβοι με ΣΔτ1 και ειδικά τα κορίτσια ήταν προσεκτικότερα ως προς την εκδήλωση επικίνδυνων συμπεριφορών. Αντίθετα, ένα μικρό ποσοστό εφήβων με ΣΔτ1 (ιδίως αγόρια), μπορεί να εκδηλώσει υψηλού κινδύνου σεξουαλικές συμπεριφορές, που μπορεί να οδηγήσουν σε δυσμενείς επιπτώσεις, όπως ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα και απρόβλεπτη υπογλυκαιμία.
Συνεπώς, οι πάροχοι υγείας πρέπει να αναζητούν ανάμεσα στους εφήβους με ΣΔτ1 την εμφάνιση επικίνδυνων σεξουαλικών συμπεριφορών και να παρέχουν συμβουλές για ασφαλή σεξουαλική υγεία από ενωρίς στην εφηβεία.