Γιώργος Στείρης, Καθηγητής Φιλοσοφίας του ΕΚΠΑ
‘Ενα από τα επιχειρήματα της βρετανικής κυβέρνησης υπέρ της μη επιστροφής των γλυπτών στη χώρα μας είναι το ότι ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός δεν αποτελεί πολιτισμική περιουσία της σύγχρονης Ελλάδας.
Τις τελευταίες ημέρες έχει επανέλθει στο διεθνές προσκήνιο η συζήτηση για τα γλυπτά του Παρθενώνα. Ενα από τα διαρκέστερα επιχειρήματα της βρετανικής κυβέρνησης υπέρ της μη επιστροφής των γλυπτών στη χώρα μας είναι το ότι ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός δεν αποτελεί πολιτισμική περιουσία της σύγχρονης Ελλάδαε- ότι δηλαδή τα επιτεύγματά του δεν ανήκουν, κατά κάποιον στενά εθνικό τρόπο, στην Ελλάδα και τους Ελληνες. Το επιχείρημα αυτό δεν πρωτοπαρουσιάστηκε τα τελευταία χρόνια, ούτε συνιστά κάποιο ρητορικό πυροτέχνημα, όπως θεωρούν ορισμένοι. Αντίθετα, θεωρώ πως συνιστά τη ρίζα του προβλήματος, αν θέλουμε να κατανοήσουμε την επίσημη βρετανική στάση και να απαντήσουμε πειστικά.
Στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα άρχισε να εισάγεται δυναμικά η διδασκαλία των ελληνικών στην Αγγλία. Εκείνη την εποχή μαρτυρείται η παρουσία τριών τουλάχιστον βυζαντινών λογίων στην Αγγλία, οι οποίοι αντέγραφαν και μετέφραζαν ελληνικά χειρόγραφα, εργαζόμενοι για Αγγλους s πάτρωνες. Η Οξφόρδη καθίσταται το σημαντικότερο κέντρο της ελληνομάθειας στα βρετανικά νησιά, καθώς οι Τόμαε Λίνεκρε (1460-1524) και Γουίλιαμ Γκρόουσιν (1446-1519), ανάμεσα σε άλλους, s, εκπαίδευσαν εκεί γενιές ελληνιστών. Χρειάζεται να τονιστεί ότι οι πρώτοι Οι πρώτοι Αγγλοι ελληνιστές και η μετέπειτα τα επιβολή της ερασμιακής προφοράς αντί της βυζαντινής στην αρχαία ελληνική γλώσσα. Αγγλοι ελληνιστές είχαν διδαχθεί τα ελληνικά στην Ιταλία, είτε απευθείας από βυζαντινούς λόγιους της διασποράς είτε από Ιταλούς μαθητές τους.
Στις αρχές του 16ου αιώνα διδάσκει αρχαία ελληνικά στο Κέμπριτζ ο Ερασμος (1466-1536), ο σημαντικότερος φιλόλογος της νεωτερικότητας. Ο Ερασμος επηρέασε καθοριστικά την πορεία της ελληνομάθειας, καθώς εισήγαγε στα βρετανικά νησιά το πρότυπο προφοράς της αρχαίας ελληνικής που χρησιμοποιείται διεθνώς μέχρι και σήμερα. Το πρότυπο αυτό διαφέρει σημαντικά από τον τρόπο προφοράς των αρχαίων ελληνικών που δίδασκαν οι περισσότεροι βυζαντινοί λόγιοι και ο οποίος ήταν ανάλογος της νεοελληνικής προφοράς.
Γύρω στο 1540, κατόπιν απαίτησης του βασιλιά Ερρίκου του Η΄, στην Οξφόρδη και το Κέμπριτζ ενισχύεται αποφασιστικά και θεσμοποιείται η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών. Ο Τζον Τσεκ (1514-1557) γίνεται ο πρώτος κάτοχος της Βασιλικής Εδρας Ελληνικών στο Κέιμπριτζ, παρότι η ελληνομάθειά του ήταν μάλλον μέτρια. Στενός συνεργάτης του και προστάτης του υπήρξε ο επιδραστικόε πολιτικός σερ Τόμαε Σμιθ (1513-1577).
Αυτοί, χρησιμοποιώντας το θεσμικό τους βάρος, επιβάλλουν την ερασμιακή προφορά της αρχαίας ελληνικής, αντί της βυζαντινής προφοράς, η οποία ήταν η πλέον διαδεδομένη έως τότε στα βρετανικά νησιά, αφού οι πρώτες γενιές Αγγλων ελληνιστών ήταν άμεσοι ή έμμεσοι μαθητές βυζαντινών λογίων. Μόλις το 1542 ο Ρότζερ Ασαμ γράφει με ενθουσιασμό για τη νέα ερασμιακή προφορά: «Ο Αριστοτέλης και ο Πλάτων διαβάζονται τώρα πια στην αυθεντική τους γλώσσα από τα νέα παιδιά… και αυτό που έως σήμερα συνέβαινε με τη γλώσσα του Κικέρωνα (η αυθεντικότητα της προφοράς δηλαδή), συμβαίνει τώρα και με τη γλώσσα του Δημοσθένη».
Η ακαδημαϊκή πολιτική των Τσεκ και Σμιθ είχε σαφή πολιτική και πολιτισμική στόχευση, όπως αποκαλύπτουν οι πηγές. Οι δυο τους, καθώς και αρκετοί άλλοι ελληνιστές στην Αγγλία και την Ευρώπη του 16ου αιώνα, εξέφραζαν ανοικτά την εχθρότητά τους προς τους βυζαντινούς λογίους που δίδασκαν αρχαία ελληνικά. Ηταν επίσης δριμείς επικριτές των βυζαντινών ελληνικών, τα οποία θεωρούσαν παραφθορά της ελληνικής. Το βασικό τους επιχείρημα ήταν ότι τα αρχαία ελληνικά αποτελούν μια παγκόσμια κληρονομιά και σε καμιά περίπτωση εθνικό κτήμα των Ελλήνων, όποιοι και αν ήταν αυτοί στην εποχή εκείνη. Τα αρχαία ελληνικά και ο ελληνικός πολιτισμός εν γένει δεν έπρεπε, κατ’ αυτούς, να ταυτιστούν με τους Ελληνες. Η επιβολή της ερασμιακής προφοράς στην αναγεννησιακή Αγγλία 5 αποτελεί ένα σαφέστατο δείγμα της απόπειρας οικείωσης και σύνδεσης της αγγλικής διανόησης απευθείας με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, στην «αυθεντική και ανόθευτη» μορφή του, δίχως τη μεσολάβηση των βυζαντινών λογίων, των οποίων η ελληνικότητα αμφισβητούνταν ούτως ή άλλως.
Συνεπώς, η ελληνική πλευρά, αν θέλει να πείσει, οφείλει να απαντήσει και σε αυτό το επιχείρημα, το οποίο είναι ριζικό και αποτελεί, θεωρώ, τη βάση της ευρύτερης συζήτησης για την τύχη των γλυπτών του Παρθενώνα.