Η Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Σχολής Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Κωνσταντίνα Γογγάκη έδωσε ομιλία στην Εκδήλωση της Συμπολιτείας Ολυμπίας και του «Δρόμου Ολυμπιακής Εκεχειρίας 2024» που πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 14 Μαϊου 2024, στο Πολεμικό Μουσείο, με θέμα: «Η αξία της “ευγενούς άμιλλας”, και η πανάρχαια καταγωγή του αγωνίσματος του άλματος».
Πιο συγκεκριμένα, η Αν. Καθηγήτρια κ. Γογγάκη στην ομιλίας της ανέφερε:
1. Η διαχρονική αξία της ευ–γενούς άμιλλας
Η ελληνική γλώσσα από την ομηρική αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή αξιοποίησε το επιρρηματικό πρόθεμα «εὖ» με πολλαπλούς τρόπους, αναδεικνύοντας ιδιότητες και αξίες ή φωτίζοντας ηθικά νοήματα. Το ‘εὖ’ σημαίνει «καλώς», ή «το πρέπον», «το αρμόττον», και παρότι σύντομο, δρα ανατρεπτικά, καθώς εισηγείται την διαφοροποίηση της ηθικής ποιότητας της λέξης. Η προσθήκη του ‘εὖ’ στο ουσιαστικό ‘δαίμων’, επί παραδείγματι, συνθέτει τη λέξη που, κατά τον Αριστοτέλη, αποτελεί τον υψηλότερο σκοπό της ζωής, δηλαδή τον ευ-δαίμονα, καθώς και την ευδαιμονία και την ευτυχία.
Το θαυματουργό ‘εὖ’ εμπεριέχει μια πολύτιμη δυναμική, την οποία προβάλλει σ’ εκείνη τη λέξη που θα έχει την εύνοιά του. Η θετική αυτή επίδραση κατορθώνει την αντιστροφή της ατυχίας και όλων όσων αρνητικών νοημάτων περιέχουν οι έννοιες εκείνες στις οποίες προπορεύεται το άλφα-στερητικό, όπως το αζωΐα, ή το ‘κακός’, όπως το κακοτυχία. Έτσι, με τη μαγική εσωτερική του δύναμη, εφόσον κατορθώνει έναν απλό ‘λόγο’ να τον μετατρέψει σε ευ+λόγο, ήτοι σε «ευλογία», και το ‘γένος’ σε «ευγένεια», το ‘ευ’ αποτελεί κάτι το περιζήτητο, θέτοντας όχι μόνο τα όρια της ηθικής, αλλά και συνιστώντας το όριο υπέρβασης της μετριότητας.
Η ἅμιλλα, εξάλλου, μια ακόμη αρχαία ελληνική λέξη που αντέχει στο χρόνο, σημαίνει αγώνας για υπεροχή, συναγωνισμός, δοκιμασία. Η άμιλλα αποτελεί το αντίθετο της έριδας. Ετυμολογικά πιθανώς η λέξη προέρχεται από τη λ. ἅμα (= μαζί, συγχρόνως) + επίθημα ιλ- + κατάληξη -jα > ἅμ(α)-ιλ-jα > ἅμιλλα. Από την άμιλλα προέρχεται το ρήμα αμιλλάομαι – αμιλλώμαι, που σημαίνει συναγωνίζομαι προς κάποιον, φιλοτιμούμαι, διαγωνίζομαι.
Το «ευ αμιλλάσθαι» ή «ευ αγωνίζεσθαι» ή «ευ ασκείσθαι» υπήρξε καθολικό βίωμα των Ελλήνων, σε όλες τις εκφάνσεις της πολιτιστικής τους δραστηριότητας. Κατά την κλασική περίοδο όμως της ελληνικής αρχαιότητας η αίσθηση της αξίας του ‘ευ’ και του ‘καλού αγώνα’, φτάνει στο απόγειό της. Η ομηρική αριστεία εξανθρωπίζεται, λαμβάνοντας μια διάσταση πιο ανθρώπινη, η οποία προσιδιάζει στο ιδανικό του τέλειου ανθρώπου. Ο εναρμονισμός των ανθρώπινων υποστάσεων μέσω της γύμνασης και της μουσικής εξυπηρετεί την ιδέα του καλού κ’ αγαθού πολίτη, του ανθρώπου της μεσότητας, καθώς και την ιδέα του ευ ζην.
Ο αθλητικός αγώνας συνιστά, επομένως, μια προέκταση των αρετών του ιδανικού πολίτη. Στην έννοια του «ευ» αποτυπώνεται η ηθική αντίληψη του κλασικού κόσμου, η οποία προβάλλεται και στους αγώνες. Οι λέξεις που ως πρώτο συνθετικό έχουν το ‘ευ’ ή το ‘καλός’, συνιστούν αρετές σώματος και ψυχής, και ως τέτοιες υπόκεινται σε αγώνα και σε κρίση.
Πάνω σε αυτήν την αντίληψη το «ευ αμιλλάσθαι» διαμορφώνει ένα σύνολο γενικών ηθικών ή κοινωνικών αξιών που διδάσκονται μέσα από τα αθλήματα και τη σωματική δραστηριότητα. Η ευ-γενής άμιλλα, ως εκ τούτου, λειτουργεί διαχρονικά ως στοιχείο ηθικής αγωγής, αποτελώντας, δικαίως, τον πυρήνα του αθλητικού ιδεώδους. Λειτουργεί ως ασπίδα στην επίθεση ενός παράλογου ανταγωνισμού, ο οποίος μετατρέπει την αγαθή έριδα σε ανελέητη μάχη. Η ισχύς του «ευ αγωνίζεσθαι» εξαρτάται, ωστόσο, παράλληλα, και από άλλες αρχές, τις οποίες οφείλει ν’ αναγνωρίζει ο αθλητής εξίσου: την ισονομία, την αξιοκρατία, τη δημοκρατία, καθώς και την αδιάκοπη προσπάθεια περιφρούρησης του αθλητισμού από «στημένους αγώνες», ιδιοτέλεια και κατευθυνόμενες συνειδήσεις.
Ο συνδυασμός των αξιών αυτών ασκεί αποτελεσματική τακτική ενάντια στα αθέμιτα μέσα που περιβάλλουν τον αθλητισμό. Στην Ελλάδα, ιδίως, τη χώρα της σμίλευσης της αρμονίας λόγου και πράξης, εδώ και τέσσερις χιλιετίες ξεπήδησε η ιδέα της σωματικής δραστηριότητας ως μέσου ανύψωσης του ανθρώπου, καθώς και αυτή του αγώνα ως τρόπου επίδειξης του ηρωικού πνεύματος. Οι ιδέες αυτές εξελίχθηκαν, ενισχύοντας την αξία της γύμνασης ως μέσου συνένωσης της φυσικής ενέργειας και της ζωηρότητας του πνεύματος.
Όλη αυτή η αξιοποίηση συντελέστηκε με την αρωγή εκείνων των αρετών που διέπουν τον υγιή αθλητισμό. Δεν της αξίζει, ως εκ τούτου, αυτής της χώρας, ως συνέχεια η κακοδαιμονία, η απληστία, η βία, το κακοπροαίρετο. Αντιθέτως, της αξίζει να προκύπτουν από το χώρο του αθλητισμού και της κοινωνίας γενικότερα νοήματα θετικά, συνδεόμενα με το ‘ευ’, όπως ευχαρίστηση, ευφορία, ευσυνειδησία, ευνομία, καθώς και αθλητές, θεατές και πολίτες που διαθέτουν ευγένεια, ευαισθητοποίηση, ευθύνη, ευπρέπεια, όντες ευαγείς (βλ. Κων. Γογγάκη, Το ολυμπιακό ιδεώδες. Παγκόσμια κρίση και προοπτικές, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2013, σσ. 509-514).
2. Η πανάρχαια καταγωγή του αγωνίσματος του άλματος
α). Τα χαρακτηριστικά του άλματος
Η καταγωγή του άλματος έχει ρίζες βαθιές στην ανθρώπινη ιστορία, καθώς ως κίνηση συνιστά μια δραστηριότητα πλήρως ενταγμένη στην ανθρώπινη προσπάθεια να υπερβεί μια δυσκολία. Το άλμα είναι μια φυσική κίνηση κατά την οποία το ανθρώπινο σώμα εκτινάσσεται και ίπταται για κάποιο διάστημα στον αέρα, ξαναπέφτοντας στη συνέχεια υπό έλεγχο στο έδαφος. Γίνεται δηλαδή μια αιώρηση, μια εναέρια μετατόπιση του κέντρου βάρους του σώματος. Γι αυτό και φιλοσοφικά το άλμα συνιστά μια μετεξέλιξη, μια μετάβαση δηλαδή από μια υπάρχουσα ποιότητα σε μια άλλη, νέα ποιότητα.
Η λέξη είναι η αρχαία ελληνική «ἅλμα», η οποία επίσης έχει αντέξει στο χρόνο και διατηρείται ίδια μέχρι σήμερα. Προέρχεται από το ρήμα «άλλομαι» = «πηδώ», και συνδέεται ετυμολογικά με λέξεις όπως αλ-τήρ(ας), άλ-της, εφ-αλτήριο, λατινικό salio – salto – πηδώ ιταλικό. Στην αρχαιότητα, το άλμα χρησιμοποιείτο για πολεμικούς σκοπούς, όπως η άμυνα από εχθρικές επιθέσεις, η διάσωση από ποτάμια ή χαράδρες, κ.ά., και εξελίχθηκε μέσα από διάφορες πολιτιστικές και μετέπειτα αθλητικές πρακτικές.
Ως αγώνισμα το «άλμα» εμφανίζεται πρώτη φορά στον Όμηρο. Δεν διεξάγεται στην Ιλιάδα, αλλά αργότερα, στην Οδύσσεια, όπου οι Φαίακες είχαν αποκτήσει επιδεξιότητα στο αγώνισμα αυτό (Ομ. Οδ. θ 103, πβ. Κων. Γογγάκη, Οι αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων για τον αθλητισμό, εκδ. Τυπωθήτω, Αθήνα, 2003, σσ. 50, 52). Οι αγώνες δεν γίνονται πλέον με την πολεμική τεχνική της Ιλιάδας, αλλά με πιο ήπιες μεθόδους, καθώς η κοινωνία είναι απαλλαγμένη από το άγχος του πολέμου, και οι άνθρωποί της γεύονται τα αγαθά της ειρήνης, συμμετέχοντας στις απλές χαρές της καθημερινής ζωής.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες κατά την αρχαιότητα το μοναδικό αλτικό αγώνισμα ήταν το «άλμα εις μήκος», ως ένα από τα αγωνίσματα του πεντάθλου. Το αγώνισμα του άλματος ήταν ιδιαίτερα αγαπητό στους κλασικούς χρόνους, καθώς παρέμεινε μέχρι το τέλος των αγώνων το τυπικό αγώνισμα του πεντάθλου.
Τα κυριότερα χαρακτηριστικά του αγωνίσματος του άλματος στην αρχαιότητα ήταν:
1. Οι αλτήρες, που ήταν βάρη από πέτρα ή μέταλλο, τα οποία κρατούσαν οι άλτες στο χέρι και τα άφηναν να πέσουν στο σκάμμα λίγο πριν από την προσγείωση. Υπήρχαν πολλών ειδών αλτήρες (οι Παυσανίας και Φιλόστρατος ξεχωρίζουν τους μακρούς, τους σφαιροειδείς, τους ελλειψοειδείς), που σκοπό είχαν να αυξήσουν την απόδοση των αθλητών στο αγώνισμα αυτό.
2. Η παρουσία μουσικής. Ο άλτης στην προσπάθειά του συνοδευόταν πάντα από τη μουσική αυλού, ώστε οι κινήσεις του να είναι ρυθμικές. Οι αρχαίοι απέδιδαν μεγάλη σημασία στο ρυθμό και στην ωραία εκτέλεση της άσκησης, ιδίως όταν αυτή ήταν πολύπλοκη και δύσκολη.
3. Το σκάμμα ή τα εσκαμμένα. Το σκάμμα ήταν κάτι παρόμοιο με το σημερινό που χρησιμοποιούν οι άλτες, το μήκος του οποίου ήταν πιθανόν γύρω στα 16 μέτρα.
4. Ο βατήρ. Ο βατήρας ήταν ακριβώς στην αρχή του σκάμματος, χρησίμευε όπως ο σημερινός βατήρας και ήταν από ξύλο ή από πέτρα καλά στερεωμένη στο έδαφος.
5. Οι κανόνες. Οι λεγόμενοι κανόνες ήταν ραβδιά, με τα οποία μετρούσαν τις επιδόσεις των αθλητών. Όπως στις ρίψεις, έτσι και στα άλματα, γινόταν χρήση των μικρών ξύλινων καρφιών, τα οποία τοποθετούσαν στο σημείο προσγείωσης των αθλητών για να μετρηθεί η επίδοσή τους.
Οι απεικονίσεις των διαφόρων αγγείων δείχνουν ότι το άλμα ήταν μετά φοράς, ωστόσο σε μικρό αριθμό αγγείων έχει παρατηρηθεί ότι ο άλτης ετοιμάζεται να κάνει και το άλμα άνευ φοράς.
β). Οι αρχαιότεροι άλτες
Ένας από τους παλαιότερους άλτες ήταν ο Σπαρτιάτης Χίονις, το 664 π.Χ. Ο γνωστότερος, όμως, ήταν ο Φάϋλλος από τον Κρότωνα της νότιας Ιταλίας (Ηρόδοτος 8.47, Πλούταρχος Αλέξ. 34, Παυσανίας 10.9.2). Το άλμα του ήταν τόσο υπερβολικό, ώστε έμεινε παροιμιώδες στην αρχαία Ελλάδα με την φράση – έπαινο τότε – «ὑπέρ τά ἐσκαμμένα ἅλλεσθαι» (Πλάτωνος, Κρατύλος ἢ περὶ ὀνομάτων ὀρθότητος, λογικός). Ο αθλητής, επομένως, πήδησε παραέξω από το σκάμμα. Εφόσον, όμως το σκάμμα είχε μήκος 16 μέτρα ο αθλητής δεν θα μπορούσε να βγει έξω από αυτό, εκτός κι αν το άλμα ήταν παρόμοιο με το άλμα εις τριπλούν ή πρόκειται για μια επίδοση φανταστική.
Ο Φάϋλλος ο Κροτωνιάτης δεν ήταν μόνο ένας μεγάλος άλτης, αλλά ήταν και διοικητής ναυτικού στόλου. Το 480 π.Χ. εξόπλισε ιδίοις χρήμασι το πλοίο του και έπλευσε από τον Κρότωνα προς την Αθήνα για να λάβει μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, στην μεγάλη αυτή ιστορική στιγμή της παγκόσμιας ιστορίας. Το πλοίο αυτό ήταν το μοναδικό από τα ιταλικά παράλια που έλαβε μέρος στη ναυμαχία. Για το κατόρθωμά του αυτό ο Φάϋλλος έλαβε τον τίτλο του Σαλαμινομάχου, που αποτελούσε τότε υψίστη τιμή, και έγινε ο εθνικός ήρωας της Μεγάλης Ελλάδας (Magna Grecia), μιας περιοχής που αποτελεί ένα σημαντικό τμήμα της ιστορίας του αρχαίου ελληνικού κόσμου.
Ο Φάϋλλος επαινέθηκε ιδίως από τον Ηρόδοτο, και άλλους. Οι Αθηναίοι τίμησαν τον Φάϋλλο στήνοντας το άγαλμά του στην Ακρόπολη των Αθηνών, στη βάση του οποίου αναγράφεται: «Ο Φάϋλλος θαυμάστηκε από όλους. Διότι ήταν τρεις φορές νικητής στους αγώνες στους Δελφούς και κατέλαβε πλοία που έστειλε η Ασία».
Ακόμη και ο Μέγας Αλέξανδρος του απέδωσε τιμές, καθώς προς τιμήν του έστειλε στον Κρότωνα μέρος από τα λάφυρα της Μάχης των Γαυγαμήλων, της πιο αποφασιστικής μάχης του κατά του Δαρείου Γ΄ Κοδομανού (331 π.Χ.).
γ). Η σημερινή εξέλιξη των αλτικών αγωνισμάτων
Σήμερα τα αλτικά αγωνίσματα, εις μήκος, εις ύψος, εις τριπλούν και επί κοντώ, χωρίζονται σε οριζόντια και κατακόρυφα άλματα, αποτελώντας βασικό πυλώνα στο αγωνιστικό ολυμπιακό και παραολυμπιακό πρόγραμμα, ενώ λόγω της αισθητικής και της τεχνικής τους χαίρουν ιδιαίτερης δημοφιλίας. Στους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες τα άλματα αποτελούσαν ένα αντρικό προνόμιο, όμως από την Ολυμπιάδα του 1928 (Άμστερνταμ) για το άλμα εις ύψος, και του 1948 (Λονδίνο) για το άλμα εις μήκος συμμετέχουν και οι γυναίκες, με την επίτευξη σπουδαίων εμφανίσεων.
Η τεχνική εκτέλεσης των αλμάτων και ο τρόπος με τον οποίο εξασκούνται οι αθλητές/τριες εξελίσσονται συνεχώς, με αποτέλεσμα την αύξηση της θεαματικότητάς τους. Να σημειωθεί ότι το άλμα αποτελεί μια πολύπλοκη κίνηση, που απαιτεί συγκεκριμένες φυσικές και τεχνικές ιδιότητες. Οι αθλητές/τριες απαιτείται να διαθέτουν καλή ισορροπία, δύναμη και ευελιξία, προκειμένου να εκτελέσουν επιτυχώς το άλμα. Η ομορφιά των αλμάτων έγκειται κυρίως στην πολλαπλότητα της άσκησης, την αλτική ικανότητα, την εντυπωσιακή «αποκόλληση» του σώματος από την βαρύτητα, και στο στοιχείο της έκπληξης, καθώς μια κίνηση ή άλλοι παράγοντες μπορεί να ανατρέψουν το αποτέλεσμα και να προκαλέσουν την πτώση ανά πάσα στιγμή.