Τα μηνύματα που αναδύονται από τις εκλογές της 21ης Μαΐου 2023 στην Ελλάδα είναι πολλά, και θα πρέπει να προβληματίσουν βαθύτερα κάθε πολιτικό χώρο και πολίτη, γιατί ίσως προμηνύουν μια δραματική εξέλιξη για τη σύγχρονη Ελλάδα – σε μια, μάλιστα, από τις πιο δύσκολες στιγμές της.
Όροι αποσαφήνισης του εκλογικού αποτελέσματος
Ορισμένοι όροι για την ερμηνεία των πρόσφατων αποτελεσμάτων, είναι:
- Η υπέρβαση του υποκειμενισμού, ώστε να επέλθει μια ωρίμαση που θα κάνει δυνατή την εκλογίκευσή τους και τη συνειδητοποίηση ότι δεν υπάρχει μία, αλλά πολλαπλές προσεγγίσεις.
- Η μη πλήρης ταύτιση με την οπτική του κόμματος που υποστηρίζει κανείς, ώστε να απεγκλωβιστεί από σεχταριστικές ερμηνείες.
- Η ύπαρξη κάποιας εμβάθυνσης, ώστε ν’ αποφευχθεί μια εντελώς επιδερμική επεξεργασία των αποτελεσμάτων.
- Η συσχέτιση των εκλογών με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής τους.
Το εξαγριωμένο θυμικό και η αποπολιτικοποίηση
Η επιλογή ενός κόμματος και η κατάθεση μιας πολιτικής άποψης συνιστά αναφαίρετο δημοκρατικό δικαίωμα κάθε πολίτη. Η διατύπωση του πολιτικού σκεπτικού δεν χρησιμοποιείται, επομένως, ως αφορμή για ύβρεις και αποδοκιμασίες. Δεν δίνει δηλαδή σε κανέναν το δικαίωμα να επιδίδεται, λόγω της διαφωνίας του, σε χυδαιολογίες. Αυτή η θρασεία τακτική εξαναγκάζει πολλούς να αποφεύγουν το δημόσιο διάλογο, να απολογούνται για την όποια επιλογή τους, ή, ακόμη, και ν’ αποστρέφουν το βλέμμα από την πολιτική.
Η διαλεκτική συνιστά μιαν αξία που ξεκίνησε από την Ελλάδα. Ωστόσο, έχει μειωθεί σήμερα η σημασία της, καθώς τα περισσότερα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και κοινωνικής δικτύωσης επιδεικτικά την αγνοούν. Ιδίως οι εκπρόσωποι του συντηρητικού και μέχρι πρότινος κυβερνώντος κόμματος στις δημόσιες εμφανίσεις τους, αντί να διεξάγουν έναν πολιτισμένο διάλογο, συνήθως συμπεριφέρονται με έπαρση και «μπρουταλισμό» προς τον αντίπαλό τους. Καταργείται, έτσι, το δικαίωμα έκφρασης της πολιτικής αντίθεσης, ενώ ο κόσμος εθίζεται στην αναπαραγωγή ενός προτύπου «εξουσίας» που ενσαρκώνει τη βίαιη κυριαρχία επί του άλλου.
Η καθιερωμένη, πλέον, μέθοδος αυτή, των εκπροσώπων της συντήρησης, αποσκοπεί στην παραποίηση της πραγματικότητας και στην κατασκευή επίπλαστων εντυπώσεων. Ο πολιτευτής (: γιατί πολλοί είναι πολιτευτές, και όχι πολιτικοί!), αποφεύγει την στοιχειωδέστερη δημοκρατική υποχρέωση όλων, που είναι η αυτοκριτική. Εμφανίζει το κόμμα του εξωραϊσμένο, και αποσιωπά τις ευθύνες του. Και, αντί για τις θέσεις του, εστιάζεται στον αντίπαλο, αποδίδοντάς του κάθε ψόγο.
Ο αποπροσανατολισμός των ψηφοφόρων μέσω της διαστρέβλωσης της αλήθειας, μετατρέπει τον πολιτικό διάλογο σε σύγκρουση. Η επιστράτευση του θυμικού ταιριάζει με τον απολίτικο ψηφοφόρο, όπως και με τον άφρονα οπαδό μιας ποδοσφαιρικής ομάδας. Το εξαγριωμένο θυμικό πυρπολεί, όμως, τη λογική, προξενώντας σύγχυση στο άτομο και αποσύνθεση στον κοινωνικό ιστό. Ο πολίτης, μη καλλιεργώντας την πολιτική του συνείδηση, αδυνατεί να εξάγει έναν πολιτικό συλλογισμό. Σταδιακά, απογοητεύεται ή αποστασιοποιείται, με αποτέλεσμα να αδιαφορεί για την πολιτική ή να περιφρονεί την πολιτική ουσία.
Ο χωρίς πολιτική συνείδηση ψηφοφόρος, καθίσταται κοινωνικά επιζήμιος, λόγω: α. Της παθητικοποίησης, που συνοδεύεται από απάθεια, απαξία της πολιτικής και της ηθικής («όλοι ίδιοι είναι»), και περιχαράκωση σ’ έναν φαύλο κύκλο ατομικών, μόνο, και όχι συλλογικών ενδιαφερόντων, και β. Της ωφελιμιστικής τάσης, που συνοδεύεται από αυτοπροσδιορισμό και εσωστρέφεια, τόση ώστε ακόμη και τον κομματικό χώρο να τον επιλέγει βάσει όσων εξυπηρετούν το συμφέρον του. Ο «μικροαστισμός του βολέματος» «για την πάρτη μου», είναι μια χρόνια γάγγραινα για την ελληνική κοινωνία που ακόμη διαιωνίζεται.
Ο πολιτικά αμέτοχος δεν είναι καθόλου άμοιρος των εξελίξεων, μόνο που ο ίδιος δεν έχει επίγνωση των συνεπειών της αμεριμνησίας του. Όσο πιο απολιτίκ είναι κανείς, τόσο πιο πολύ επιλέγει το συστημικό, το δήθεν «ασφαλές», τον ψεύτικο «καθωσπρεπισμό». Απέχοντας όμως από τις εξελίξεις ή ψηφίζοντας τον συντηρητισμό, καταδικάζει το παρόν και το ίδιο το μέλλον. Ο ασυνείδητος φόβος, τα συνήθως ρηχά προσχήματα, πριμοδοτούν αποκλειστικά τις δυνάμεις της συντήρησης, καθώς είναι αυτονόητο ότι ένας πολιτικά συνειδητοποιημένος πολίτης, δεν θα αμελήσει να υποστηρίξει τον πολιτικό του χώρο.
Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι η απομυθοποίηση της πολιτικής, ο μειωτικός τρόπος προς τον πολιτικά αντίπαλο, ο υβριστικός λόγος, δεν αποτελούν γνωρίσματα του συντηρητικού πολιτικού κατ’ αποκλειστικότητα. Μπορεί δηλαδή απ’ αυτήν τη συμπεριφορά να διακατέχεται ο επαρμένος και αλαζόνας συντηρητικός, αλλά ο τρόπος αυτός έχει επεκταθεί σε όλους τους χώρους, αναπαράγοντας τα κακέκτυπά του.
Ο δογματισμός
Η αποπολιτικοποίηση είναι, φαινομενικά, αντίθετη από το δόγμα. Ωστόσο ως προς το αποτέλεσμα είναι το ίδιο επιζήμια. Ο δογματικός προσκολλάται ως απολίθωμα και με βουδιστική προσήλωση στο κόμμα του, και αποκόπτεται από τους εξωτερικούς διαύλους. Έτσι, παραμένει ουσιαστικά στάσιμος, κλεισμένος σε μια υποκειμενική συνείδηση που αναστέλλει την αντικειμενικότητά του. Αντ’ αυτού, τρέφει την ψευδαίσθηση ότι ο μοναδικός κομματικός χώρος που εκφράζει την απόλυτη αλήθεια, είναι ο δικός του.
Ο δογματισμός σε πιο ακραία μορφή φτάνει ως τα όρια του φετιχισμού. Το άτομο ανάγει τον κομματικό του χώρο σε λατρευτικό «φετίχ», το οποίο υπηρετεί άκριτα. Όποιος ασκήσει κριτική απέναντι στο ιερό του φετίχ γίνεται εχθρός του. Με κοιμώμενη συνείδηση, κι επαναλαμβάνοντας σαν κόπυ-πέιστ την κομματική γραμμή, αποκλείεται να εκτιμήσει την ύπαρξη των άλλων πολιτικών χώρων. Παίρνει έτσι – παρόμοια με τον απολίτικο – την τύχη των υπολοίπων στο λαιμό του, καταδικάζοντάς τους σε στασιμότητα και ακινησία.
Η δογματική εμμονή δεν ανήκει, βέβαια, αποκλειστικά και μόνο στους υπερσυντηρητικούς. Αντίθετα, εντοπίζεται σε μέλη όλων των πολιτικών αποχρώσεων, σε ολόκληρα κόμματα, σε πολιτικά μορφώματα ακροτήτων, σε άτομα που μέσω ενός «εξιδανικευμένου παρελθόντος» οδηγούνται σε πλήρη ακαμψία. Το αποτέλεσμα της επίδρασης του δογματισμού είναι η ακρισία, η στενομυαλιά και η ασφυξία της δημοκρατίας.
Το καταφύγιο της μεταφυσικής
Κατά την περίοδο των μεγάλων οικονομικών, κοινωνικών και υγειονομικών κρίσεων, καθώς ο άνθρωπος αισθάνεται την ανάγκη για μια έστω και ψευδή αίσθηση ελέγχου των πραγμάτων, είναι ανθηρές οι θεωρίες συνομωσίας και το καταφύγιο στη μεταφυσική. Ιδίως σε καιρούς γενικής αβεβαιότητας, όπως σήμερα, η ανάγκη αυτή οξύνεται.
Η ανασφάλεια και η κοινωνική αποξένωση μεγιστοποιούν το αίσθημα αδυναμίας του ανθρώπου. Αναζητώντας κανείς παρηγοριά βρίσκει διέξοδο στην θρησκευτική προσήλωση, τις αιρέσεις, τη μισαλλοδοξία και στους ακραίους πολιτικούς σχηματισμούς. Γίνεται, δηλαδή, επιρρεπής σε αλλόκοτες δοξασίες, fake news, αλχημείες. Αποδεχόμενος, όμως, τη μεταφυσική ερμηνεία των πραγμάτων ή το ψέμα, μειώνει στο ελάχιστο την ορθολογική του κρίση. Καθίσταται, έτσι, ο ίδιος έρμαιο συγκεχυμένων πληροφοριών, τις οποίες αδυνατεί να συνθέσει. Με άλλα λόγια γίνεται «αυταπατώμενος» ή χειραγωγούμενος, που συνιστά το πιο βολικό και επιθυμητό είδος ψηφοφόρων για τον συντηρητισμό.
Πολιτικός ρεαλισμός
α. Η Ν.Δ.
Οι παραπάνω επισημάνσεις φωτίζουν κάπως το τοπίο ενός αποπροσανατολισμένου ψηφοφόρου, που νομίζει ότι, εν τέλει, το παλιό θα τον σώσει. Το κόμμα της Ν.Δ., εξάλλου, προέβη και σε συγκεκριμένες στρατηγικές για την άλωση των ψηφοφόρων και την ώθηση των συμφερόντων της, όπως λόγου χάρη η κομματική προπαγάνδα που άσκησαν σχεδόν όλα τα ΜΜΕ. Όσο περισσότερο αποπολιτικοποίητος είναι κανείς, τόσο μεγαλύτερη είναι και η επιρροή αυτού του μέσου.
Ο ρόλος της προπαγάνδας είναι γνωστός, από καθεστώτα που επένδυσαν στην παραπλάνηση της κοινής γνώμης και στην ωραιοποίηση των δικών τους προθέσεων. Με στρατευμένους δημοσιογράφους αλλοιώνεται η πραγματικότητα. Κατά την τετραετία 2019-2023, που οι πολιτικές συγκεντρώσεις δεν είχαν πλέον την τιμητική τους, η προπαγάνδα δια των καναλιών έδωσε τα ρέστα της. Ιδίως μέσω της γενναίας οικονομικής υποστήριξης των τηλεοπτικών καναλιών το κυβερνών κόμμα όχι μόνο εξασφάλισε την πολύτιμη κομματική προπαγάνδα, αλλά εξαγόρασε και συνειδήσεις.
Συνειδήσεις, όμως εξαγοράστηκαν και δι’ ενός ακόμη τρόπου, της επιδοματικής πολιτικής των pass – vouchers, δια της οποίας επιχειρείται η επούλωση των δεινών που η ίδια η κυβέρνηση γεννάει… Με τα επιδόματα αυτού του τύπου (αντί για τη μείωση των έμμεσων φόρων) εμφανίζεται η κυβέρνηση ως «ελεήμων», οπότε φτιάχνει και το πλαστό αφήγημα της αλληλεγγύης, ρίχνοντας επομένως στάχτη στα μάτια του υπερήφανου Έλληνα. Η στρατηγική κατεύθυνση, ωστόσο, της φιλελεύθερης Ν.Δ. είναι η υποτυπώδης διαχείριση της κοινωνικής φτώχειας και δυσαρέσκειας σε καιρούς οικονομικής κρίσης, και η εξυπηρέτηση των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου.
Κατά τη διακυβέρνησή της η Ν.Δ. χρησιμοποίησε μια άδεια περιεχομένου επίκληση της «αριστείας», ενώ με το νεποτισμό και τους ημέτερους διείσδυσε παντού, έχοντας ως αποκλειστικό στόχο την εδραίωση «καθεστώτος». Εξάλλου, αύξησε το δημόσιο χρέος, μείωσε το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων, μεγιστοποίησε τα προβλήματα στην υγεία και την παιδεία. Με κοινωνικό κράτος ανύπαρκτο, επιτελικό κράτος ανεπαρκές κι ασυλία στα υπερκέρδη, η ακρίβεια εκτοξεύτηκε, η μεσαία τάξη συρρικνώθηκε, κι ενώ η χώρα γερνάει οι νέοι μας μεταναστεύουν. Ακόμη και το δημοκρατικό μέτρο της απλής αναλογικής το αντιμετώπισε η Ν.Δ. σαν επερχόμενο χάος, ποντάροντας στην αυτοδυναμία της και στην συρρίκνωση των αντιπάλων. Παρά το δήθεν εκσυγχρονισμένο πρόσωπο, επομένως, που επιδιώκει να παρουσιάζει το (τέως) κυβερνών κόμμα, δεν παύει να αποτελεί τον εξωραϊσμό της ίδιας γηραιάς δεξιάς.
β. Η ευθύνη των άλλων πολιτικών σχηματισμών
Δεν είναι, όμως, μόνο η Ν.Δ. που ευθύνεται για τις εξελίξεις. Μεγάλη ευθύνη για τα εκλογικά αποτελέσματα έχει και ο λεγόμενος «προοδευτικός» χώρος, που αντί να συσπειρωθεί εναντίον της, κινήθηκε ακαθόριστα, χωρίς να εμφορείται από νέα οράματα. Στην Ελλάδα συνέβη κάτι πρωτοφανές: Αντί η απλή αναλογική να τους ενώσει, τους απομάκρυνε. Όλοι οι εκπρόσωποι των κοινοβουλευτικών κομμάτων, αντικρούοντας την όποια βλέψη της μείζονος αντιπολίτευσης για συγκυβέρνηση, παρέβλεψαν τον αληθινό εχθρό τους και έθεσαν τον ΣΥΡΙΖΑ στο επίκεντρο της αντιπαράθεσής τους.
Η πολιτική εμφάνιση του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν βέβαια αψεγάδιαστη. Αντίθετα, είχε ασάφεια, ατυχείς ή αυτοαναιρούμενες δηλώσεις και απροσδιοριστία. Ο αρχηγός του, αντιμέτωπος με την άρνηση του προοδευτικού χώρου να συνεργαστεί μαζί του, και εσωτερικά έχοντας πολλές κι αντίθετες πολιτικές γραμμές, έδωσε την εντύπωση ότι επέλεξε μια σκληροπυρηνική τάση. Τα χαρακτηριστικά, όμως, που τον ανέδειξαν στην εξουσία σε μια εποχή βαθιάς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, είχαν χάσει τη σημασία τους σε μια εποχή εκτός μνημονίων. Και έμοιασε μάλλον ανεπίκαιρος, και όχι με διεκδικητή της εξουσίας.
Ο κόσμος εξέφρασε επιφύλαξη (αν όχι μένος) για τη διάπραξη των παλαιότερων λαθών. Εκτός αυτού, και η απλή αναλογική λειτούργησε ως παγίδα για τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει ψήφους και συνεργασίες, επικεντρώθηκε σ’ αυτό, κάνοντας το μοιραίο λάθος να αποστρέψει το βλέμμα απ’ τον αντίπαλο. Η φαγωμάρα των προοδευτικών δυνάμεων, η περιχαράκωση κάθε κόμματος για την περιφρούρηση των δυνάμεών του, τα κομματικά τερτίπια, έπαιξαν το ρόλο τους. Και έτσι, στην πληγωμένη Ελλάδα, αντί να συσπειρωθούν για ν’ αντιμετωπίσουν τα λάθη και τις ευθύνες τους, υπήρξε μια πρωτιά: να αποδοκιμασθεί σχεδόν απ’ όλους στην πράξη η πιο δημοκρατική λειτουργία, το σύστημα της απλής αναλογικής.
Αλλά και το ΠΑΣΟΚ, σαν να υπέστη ένα ξαφνικό ξύπνημα από την πολυετή απουσία του, εμφάνισε, αίφνης, μια άνευρη και διφορούμενη στάση. Ήταν φανερό ότι οι εσωτερικές πιέσεις που του ασκούσαν, ήταν από άλλους να πάει προς τα δεξιά και από άλλους προς τα αριστερά. Και έτσι έμεινε μετέωρο. Υποβάθμισε την απλή αναλογική, και αντί ν’ αξιοποιήσει τις εκλογές για να καταγγείλει τις αντιδημοκρατικές εκτροπές της κυβέρνησης (υποκλοπές), εγκάλεσε τον ΣΥΡΙΖΑ, (ως ‘χορηγό της Ν.Δ.’, κλπ.) ότι «λεηλάτησε» τον Πασοκικό χώρο. Επιχειρήματα άστοχα, καθώς τους παλιούς ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ δεν τους πήρε κανείς με τη βία, αλλά ίσως βρήκαν κάτι πιο ελκυστικό στον τότε ΣΥΡΙΖΑ.
Η (ανούσια) διαμάχη των δύο πολιτικών κομμάτων της αντιπολίτευσης, για το ποιος είναι ο απόγονος του Α. Παπανδρέου, ή ποιος θα είναι εκπρόσωπος της μείζονος αντιπολίτευσης και οι συνεχείς αλληλομεμψιμοιρίες, προκάλεσαν απογοήτευση και σύγχυση στους ψηφοφόρους. Η «εμφύλια» διένεξη ενίσχυσε μόνο τον αντίπαλο, που βρήκε βέβαια την ευκαιρία να «αλώσει» τον κεντρώο χώρο.
Η παρουσίαση της απλής αναλογικής ως επικίνδυνης κατάρας από την πλευρά της Ν.Δ., και η αποδυνάμωσή της από τα άλλα κόμματα, συνδυάστηκε με την συνολική απόρριψη από το ΚΚΕ των δύο κομμάτων της αντιπολίτευσης. Επικαλούμενο την πλήρη έλλειψη αξιοπιστίας τους, προέβαλε την άρνησή του σε όλα και σε οποιαδήποτε συνεργασία με τον «προοδευτικό χώρο». Η στάση του κόμματος, που ως συνήθως ήταν απόλυτα αμετακίνητη, προφανώς απορρέει απ’ την ανάγκη επιβίωσης του ΚΚΕ, ωστόσο διέλυσε κάθε ελπίδα για την όποια σύμπραξη του αντιδεξιού χώρου απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό.
γ. Οι κομματικές φιλοδοξίες κυριάρχησαν
Τελικά, ο αγρότης, που σκοτώνει την αγελάδα του επειδή δεν έχει να την ταΐσει, ψήφισε Ν.Δ.! Ο άνεργος νέος ή ο υποαμειβόμενος δεν διαμαρτυρήθηκε έστω και με την ψήφο του, αλλά έκανε οπισθοδρομική επιλογή, καθώς η εμφάνιση της Ν.Δ. συγκροτούσε στα μάτια τους κάτι πιο σταθερό από την αβεβαιότητα που διέχυναν οι άλλοι.
«Και στραβός, επομένως, είν’ ο γυαλός, και στραβά αρμενίζουμε». Οι κομματικές φιλοδοξίες κυριάρχησαν, όπως και η αντιδικία του ΣΥΡΙΖΑ με του ΠΑΣΟΚ. Ο κατακερματισμός του αριστερού χώρου, με τις υποδιαιρέσεις του Στάλιν, του Τρότσκι, του Μάο, συγκρούστηκαν με τις επιστολές του Ιησού και με τους συγγενείς των Αγίων. Με ένα ποσοστό 16% και με 36 κόμματα και συνασπισμούς (ρεκόρ!) απ’ τα 50 που αρχικά δηλώθηκαν (!) ο πολιτικός αχταρμάς έλαβε ικανοποιημένος τα μικροποσοστά του.
Ένα μεγάλο ποσοστό ψηφοφόρων, 40%, απείχε από τις εκλογές του Μαϊου. Τι σημαίνει αυτή η άρνηση; Μήπως την κρίση της πολιτικής; Την ανάγκη για την ανανέωσή της; Ναι, η ανασύνταξη του προοδευτικού χώρου είναι επιβεβλημένη, όχι μόνο για να περιορίσει την υπεροψία της Ν.Δ., αλλά και για να δώσει ώθηση και νέα προοπτική στον κόσμο.
Το νεοφιλελεύθερο άνοιγμα των αγορών, οι ιδιωτικοποιήσεις, το χρέος, ο πληθωρισμός, η φτώχεια, παραμονεύουν σαν εφιάλτες. Τον Σεπτέμβρη θα κληθεί η κυβέρνηση στην Ευρώπη να έρθει αντιμέτωπη με τα οξυμένα προβλήματα, το δημόσιο χρέος, το πρωτογενές πλεόνασμα. Τι, αλήθεια, θα κάνει τότε η Ν.Δ.; Επιστροφή στη λιτότητα;
Επιλεγόμενα
Οι εκλογές του Ιουνίου που επίκεινται, θα δώσουν την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση που επιθυμεί ο νεοέλληνας για τη συνέχεια της χώρας. Ήδη, 32 κόμματα και συνασπισμοί είναι έτοιμα να διεκδικήσουν την ψήφο μας, ενώ ο σπόρος της εξουσιολαγνείας έχει φυτρώσει, ιδίως στα μικρά επίδοξα κόμματα, εν είδη μεγάλων καλαμιών.
Η διεξαγωγή των επόμενων εκλογών θα διεξαχθεί μέσα στο οδυνηρό κλίμα του τραγικού ναυαγίου της Πύλου, που συνιστά προτεραιότητα και απαιτεί τον άμεσο διάλογο με την Ευρώπη για τη σωστότερη αντιμετώπιση του προβλήματος των προσφύγων. Χρειάζεται, όμως, εθνική ομοψυχία. Ας επιλύσουν, όλοι μαζί, τουλάχιστον το κορυφαίο αυτό ζήτημα.
Και πάνω απ’ όλα χρειάζεται ένας πολιτικός πολιτισμός. Η Ελλάδα είναι τόσο βουτηγμένη στα προβλήματα, που η δήθεν επίκληση «της πατρίδας» ακούγεται μόνο ως ψηφοθηρική ειρωνεία. Η πολιτική εχθρότης συνιστά πολυτέλεια, για μια χώρα με τέτοιους οικονομικούς και κοινωνικούς δείκτες. Χρειάζεται συσπείρωση, και όραμα. Με ένα μίνιμουμ αποδοχής του άλλου. Όχι μηρυκασμό του παλιού. Ακόμη, θα ήταν αναγκαίος και ένας καταλύτης, που θα προσέφερε στοιχεία έμπνευσης, και την αίσθηση του καινούργιου που φέρνει αυτή μαζί της.
Εκτός, όμως, από τη συλλογική, είναι επιβεβλημένο ν’ αναλογιστεί κανείς και την προσωπική του ευθύνη. Ο πολιτικός ρεαλισμός απαιτεί να εντάξει ο καθένας τον εαυτό του στο γενικό κάδρο, και να δώσει μια απάντηση: Έχει αξιολογήσει τους κομματικούς σχηματισμούς με βάση το παρόν και την προοπτική του μέλλοντος; Πόσο ικανοποιημένος είναι από τη σύγχρονη εικόνα και την όλη λειτουργία της Ελλάδας; Επιθυμεί την διαιώνιση της σημερινής κατάστασης, ή μήπως κρίνει οτι κάτι, οπωσδήποτε, πρέπει να αλλάξει; Μήπως πρέπει να πάρει ενεργή θέση για την επίλυση εξόφθαλμων προβλημάτων που τον αφορούν;
Θα πρέπει, επομένως, να ανασυνταχθεί ο δημοκρατικός χώρος, ώστε να παλέψει για την αποσυντηρικοποίηση της κοινωνίας και την ανατροπή αστικοποιημένων και καθεστωτικών αντιλήψεων. Βραχυπρόθεσμος στόχος είναι ο περιορισμός της εκλογής μιας αλαζονικής κυβέρνησης που θα ασκήσει μονοδιάστατα την εξουσία. Μακροπρόθεσμος στόχος είναι ο περιορισμός των μεγάλων κοινωνικών ανισοτήτων, που εκτρέφει τόσο αυτάρεσκα σήμερα ο κρατικοδίαιτος καπιταλισμός.
Αν μείνουμε άπραγοι απέναντι στο αντιδημοκρατικό και στο αντιλαϊκό, αν σιωπήσουμε, αν υποστηρίξουμε το ψευδεπίγραφο, αν δεν υποστηρίξουμε τον καθαρό πολιτικό λόγο, αν ανεχτούμε την ανισότητα και το άδικο, δεν θα έρθουν όμορφες μέρες. Αυτή θα είναι μια πολύ δραματική εξέλιξη. Αλλά, τότε, θα είμαστε, όλοι, άξιοι της τύχης μας.
Το άρθρο είναι διαθέσιμο στον ακόλουθο σύνδεσμο: https://www.ethnos.gr/opinions/article/266371/oypersynthrhtismososdramatikhexelixhthssygxronhselladas