Από τη Γεωργία Λιαράκου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τμήματος Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία. Περισσότερα στοιχεία για την έρευνα που παρουσιάζεται στο: Liarakou,G.; Konstantinidi, A.; Gavrilakis, C. (2021) Local Renewable Energy Development: School Teachers’ Perceptions, Attitudes and Teaching Intentions. Education Sciences, 11, 589. https://doi.org/10.3390/educsci11100589
Το σχολείο σήμερα καλείται όλο και συχνότερα να επεξεργαστεί ζητήματα που απασχολούν τις σύγχρονες κοινωνίες. Σε περίπτωση που τα ζητήματα αυτά έχουν λιγότερο ή περισσότερο την καθολική αποδοχή, τότε το έργο του/της εκπαιδευτικού δεν συναντά ιδιαίτερες προκλήσεις. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που τα ζητήματα είναι πιο συγκρουσιακά; Πώς χειρίζονται οι εκπαιδευτικοί θέματα που προκαλούν εντάσεις στην κοινωνία, όπως η έμφυλη ταυτότητα, το δικαίωμα στην άμβλωση ή η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της χώρας; Τα προσεγγίζουν στη διδακτική τους πράξη ή αποφεύγουν να τα θίξουν λόγω ακριβώς του συγκρουσιακού τους χαρακτήρα; Και πώς διαχειρίζονται τους πολλαπλούς ρόλους που φέρουν, δηλαδή του/της εκπαιδευτικού με συγκεκριμένο ρόλο στο σχολικό σύστημα, του ατόμου – φορέα προσωπικών ιδεών και πεποιθήσεων, και τέλος του πολίτη – μέλους μιας κοινότητας με τις δικές της αντιλήψεις, στάσεις και αξίες;
Το ζήτημα αυτό μπορούμε να το προσεγγίσουμε από πολλές πλευρές καθώς έχει πολλαπλά επίπεδα ανάλυσης. Στη δική μας περίπτωση επιχειρήσαμε να το φωτίσουμε από την πλευρά των εκπαιδευτικών. Πιο συγκεκριμένα προσπαθήσαμε να δούμε κατά πόσο η πρόθεσή τους να εντάξουν στη διδακτική τους πράξη ένα συγκρουσιακό ζήτημα επηρεάζεται από τις στάσεις της κοινότητας στην οποία ανήκει το σχολείο. Το ζήτημα που ερευνήσαμε ήταν η εγκατάσταση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στα νησιά των Δωδεκανήσων. Πρόκειται για μια περιοχή με υψηλό δυναμικό ΑΠΕ, το οποίο μένει σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητο. Οι λόγοι είναι σίγουρα πολλοί και διαφορετικής φύσης (π.χ. τεχνικοί, οικονομικοί). Το δικό μας ενδιαφέρον όμως τράβηξε το γεγονός ότι οι τοπικές κοινωνίες φαίνεται ότι είναι διστακτικές ως προς την εγκατάσταση ΑΠΕ στη δική τους κοινότητα. Παράλληλα, από την έρευνα που κάναμε σχετικά με τα προγράμματα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης που υλοποιούνται στην περιοχή, είδαμε ότι η θεματική των ΑΠΕ βρίσκεται χαμηλά στις προτιμήσεις των εκπαιδευτικών που υπηρετούν στα Δωδεκάνησα σε αντίθεση με θέματα όπως η ανακύκλωση, οι δασικές πυρκαγιές ή η ατμοσφαιρική ρύπανση.
Για να διερευνήσουμε τους λόγους για τους οποίους οι εκπαιδευτικοί δεν επιλέγουν τις ΑΠΕ ως προαιρετική διδακτική θεματική ενός σχολικού προγράμματος, χρησιμοποιήσαμε ένα μοντέλο βασισμένο στη θεωρία της προσχεδιασμένης συμπεριφοράς του Ajzen. Το συγκεκριμένο μοντέλο επιλέχθηκε καθώς συμπεριλαμβάνει τον ρόλο του κοινωνικού συνόλου ως σημαντικού συν-διαμορφωτή της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η έρευνά μας έδειξε ότι οι εκπαιδευτικοί διατηρούν ιδιαίτερα θετικές στάσεις και πεποιθήσεις για τις ΑΠΕ και θεωρούν τους εαυτούς τους σχετικά ικανούς να ανταποκριθούν στις διδακτικές απαιτήσεις υλοποίησης ενός σχετικού σχολικού πρόγραμμα. Ταυτόχρονα όμως αντιλαμβάνονται το κοινωνικό σύνολο ως αρνητικά διακείμενο στο ενδεχόμενο της τοπικής ανάπτυξης των ΑΠΕ και, επιπλέον, έχουν αυξημένη επιθυμία συμμόρφωσης με την κυρίαρχη ιδεολογία της κοινότητας στην οποία βρίσκεται το σχολείο. Έτσι, ενώ η πρόθεσή τους να διδάσκουν θεματικές σχετικές με τις ΑΠΕ βρέθηκε να είναι ψηλή, η ίδια η συμπεριφορά (δηλαδή η υλοποίηση της διδασκαλίας) βρέθηκε να είναι χαμηλή, σε πλήρη ευθυγράμμιση με τα αρχικά δεδομένα της έρευνας, σύμφωνα με τα οποία οι ΑΠΕ δεν αποτελούν ιδιαίτερα δημοφιλή θεματική της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης.
Το βασικό εύρημα της έρευνάς μας επομένως είναι ότι, ενώ οι εκπαιδευτικοί τίθενται ανοικτά υπέρ των ΑΠΕ και προτίθενται να διδάσκουν για αυτές, αυτό που τελικά τους/τις αναχαιτίζει και η πρόθεση δεν μετουσιώνεται σε συμπεριφορά, είναι αφενός το γεγονός ότι θεωρούν τις τοπικές κοινότητες τουλάχιστον επιφυλακτικές, αν όχι εχθρικές, όσον αφορά στην τοπική ανάπτυξη των ΑΠΕ και αφετέρου η ισχυρή τάση τους να μην αντιπαρατίθενται με την τοπική κοινότητα.
Τα αποτελέσματα της έρευνάς μας έχουν ενδιαφέρουσες επεκτάσεις. Μας υπενθυμίζουν ότι η εκπαιδευτική πράξη δεν είναι αυθύπαρκτη αλλά διαμορφώνεται, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, και από τις εκάστοτε κοινωνικές συγκυρίες και συνθήκες. Όταν πρέπει να προσεγγίσουν συγκρουσιακά ζητήματα, όπως η τοπική εγκατάσταση ΑΠΕ, οι εκπαιδευτικοί φαίνεται ότι βιώνουν μία ουσιώδη εσωτερική αντίφαση ρόλων. Και ενώ στις μικρές και απομακρυσμένες κοινότητες, όπως τα Δωδεκάνησα, εναπόκειται κυρίως σε αυτούς/αυτές να ευαισθητοποιήσουν και ενημερώσουν αρχικά την σχολική αλλά και γενικότερα την ευρύτερη κοινότητα για τις ΑΠΕ, οι υπάρχουσες κοινωνικές αντιδράσεις κάμπτουν την ίδια την πρόθεσή τους να εντάξουν αυτό το ζήτημα στη διδακτική τους πράξη. Η ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών ώστε να μπορούν να συνδιαλέγονται με την εκάστοτε κυρίαρχη ιδεολογία και να έχουν τις ικανότητες να επεξεργάζονται συγκρουσιακά ζητήματα, αποτελεί επομένως μια πρόκληση για τους θεσμούς που αναλαμβάνουν την εκπαίδευση και επιμόρφωσή τους αλλά και μια απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσει το σύγχρονο σχολείο να λειτουργήσει ως βασικό κύτταρο μάθησης στην κοινωνία.