Ανακοίνωση της Επιτροπής Διαχείρισης Κινδύνων και Κρίσεων του ΕΚΠΑ
Γιατί στις πόλεις η θερμική επιβάρυνση είναι μεγαλύτερη;
Οι πόλεις εμφανίζουν κατά κανόνα υψηλότερες θερμοκρασίες αέρα σε σχέση με τις γειτονικές υπαίθριες περιοχές λόγω του φαινομένου της αστικής θερμικής νησίδας που δημιουργείται ανεξάρτητα από την παγκόσμια κλιματική αλλαγή. Η αστική θερμική νησίδα οφείλεται στα χαρακτηριστικά της αστικής μορφολογίας, δηλαδή στη χαμηλότερη κάλυψη από βλάστηση, στην ισχυρότερη απορρόφηση της ηλιακής ακτινοβολίας ως απόρροια της αστικής μορφολογίας (ύψος κτηρίων, πυκνότητα δόμησης, κ.α.) και της χρήσης κατασκευαστικών υλικών με χαμηλή ανακλαστικότητα, καθώς και στις ανθρωπογενείς πηγές θερμότητας από την κίνηση των οχημάτων και την χρήση μηχανημάτων κλιματισμού.
Στην Αθήνα η αστική θερμική νησίδα κυμαίνεται μεταξύ 4 έως και 7 βαθμούς Κελσίου, αν και σε μέσο όρο περίπου στους 5 βαθμούς Κελσίου. Σε αυτή την αύξηση της θερμοκρασίας που προκαλείται σε μία πόλη λόγω της αστικής θερμικής νησίδας, προστίθεται και αυτή που οφείλεται στην παγκόσμια κλιματική αλλαγή (που σύμφωνα με το απαισιόδοξο σενάριο των Ηνωμένων Εθνών μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση μέχρι και 2.5-3 βαθμούς Κελσίου το 2050). Ο συνδυασμός τους αποκτά ανησυχητικές διαστάσεις.
Χρονική εξέλιξη μέγιστης και ελάχιστης θερμοκρασίας στην Αθήνα για το διάστημα 1901-2024
H ανάλυση δεδομένων θερμοκρασίας[1] για την Αθήνα για το διάστημα 1901-2024 αποκαλύπτει τη θερμική επιβάρυνση της πόλης όπως προκύπτει συνδυαστικά από το φαινόμενο της θερμικής νησίδας και την κλιματική αλλαγή. Στα Σχήματα που ακολουθούν διακρίνεται ότι μετά το 1970 παρατηρείται μια σαφής ανοδική τάση στη μέγιστη και την ελάχιστη θερμοκρασία με ιδιαίτερα σημαντική αύξηση μετά το 2000. Ποσοτικά οι τάσεις της μέγιστης (Tmax) και ελάχιστης (Tmin) θερμοκρασίας αέρα για το χρονικό διάστημα 1901-2024 όσο και για 1970-2024 έχουν ως εξής:
Υψηλές θερμοκρασίες και καύσωνες
Ένας καύσωνας χαρακτηρίζεται από τη παρουσία ασυνήθιστα υψηλών θερμοκρασιών που επιμένουν για αρκετές ημέρες και νύχτες. Συνήθως οι καύσωνες στη χώρα μας εκδηλώνονται από το τέλος του Ιουνίου έως και τον Αύγουστο. Οι συνθήκες που συνδέονται με την εμφάνιση επεισοδίων καύσωνα περιλαμβάνουν συνήθως συστήματα υψηλών βαρομετρικών πιέσεων και καθοδικές κινήσεις αέρα από υψηλότερα στρώματα της ατμόσφαιρας, μαζί με τη μεταφορά θερμών αερίων μαζών από νοτιότερα γεωγραφικά πλάτη, όπως η Βόρεια Αφρική. Οι παράκτιες περιοχές μπορεί να ανακουφιστούν μέσω τοπικών ανέμων δροσισμού, όπως η θαλάσσια αύρα που αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια των μεσημβρινών ωρών. Όμως, οι ηπειρωτικές περιοχές αντιμετωπίζουν συνήθως υψηλότερες θερμοκρασίες -όπως για παράδειγμα η περιοχή της κεντρικής Θεσσαλίας.
Τα χαρακτηριστικά των καυσώνων ανά δεκαετία για το διάστημα 1900-2024 για την περιοχή της Αθήνας[2], αποτυπώνουν σημαντική αύξηση στον αριθμό των καυσώνων τις τρείς τελευταίες δεκαετίες, όταν και καταγράφεται μεγαλύτερος αριθμός καυσώνων με περισσότερες ημέρες σε διάρκεια.
Σε ότι αφορά τα στατιστικά χαρακτηριστικά των καυσώνων, διαπιστώνεται αύξηση στην ένταση, διάρκεια και συχνότητα τους, ιδίως στο διάστημα 2000-2024.
[1] Σταθμός Θησείου στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών και ΕRA5
[2] σύμφωνα με δεδομένα από το σταθμό του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών στο Θησείο
Πηγή: Ερευνητική ομάδα Καθ. Κων/νου Καρτάλη, Τομέας Φυσικής Περιβάλλοντος-Μετεωρολογίας, ΕΚΠΑ (2025)