Skip to content Skip to sidebar Skip to footer

Η εφημερίδα “Real News” δημοσίευσε στις 15 Μαΐου 2022 άρθρο του Ομότιμου Καθηγητή Οικονομικών του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ, κ. Παναγιώτη Ε. Πετράκη, με τίτλο:“Πόλεμος και Οικονομική Πολιτική”.

Το άρθρο αναφέρει τα εξής:

“Το επεισόδιο της COVID-19 άφησε τις δυτικές οικονομίες με σοβαρά προβλήματα στις γραμμές εφοδιασμού και στις τιμές βασικών προϊόντων λόγω και της απότομης αύξησης της ζήτησης, του μεγάλου κύκλου των τιμών τους και των δυσκολιών της προσφοράς τους. Η ενέργεια ήταν από τους κρίσιμους τομείς που δέχτηκαν την πίεση και έτσι οι τιμές πήραν την ανιούσα, από το τέλος του 2021 κυρίως, λόγω του σοβαρού λάθους πολιτικής διαχείρισης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που βρέθηκε στη μέση του χειμώνα χωρίς αποθέματα αερίου. Και μετά ήρθε ο πόλεμος.

Ο πόλεμος επηρεάζει τις οικονομίες μέσω των καναλιών της ζήτησης, των χρηματοοικονομικών ροών του αποτελέσματος πλούτου, αλλά και μέσω των άμεσων πιέσεων στους εθνικούς προϋπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού αυξάνει τις πολεμικές δαπάνες και τις δαπάνες για τη βοήθεια των προσφύγων κ.λπ. Όμως, η μεγαλύτερη επίδραση του πολέμου στη δυτική οικονομία βρίσκεται στη διατήρηση της παρουσίας των υψηλών τιμών της ενέργειας, του πετρελαίου, του κάρβουνου και του αερίου αλλά και των βασικών τροφίμων, διότι καταστρέφονται σοδειές και οι τιμές των λιπασμάτων αυξάνονται.

Μάλιστα, ενώ οι τιμές του πετρελαίου καθορίζονται διεθνώς και συνεπώς δεν επηρεάζονται άμεσα από μονομερείς ενέργειες της Ρωσίας, οι προμήθειες αερίου (άρα και οι τιμές του) έχουν μια αποκλειστική εξάρτηση από τη Ρωσία λόγω των υποδομών που διατίθενται για τη μεταφορά του. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η Ευρώπη μπορεί να παίρνει πιο εύκολα αποφάσεις για το πετρέλαιο, αλλά όχι και για το αέριο. Γι’ αυτό η Ευρωπαϊκή Ένωση, προφανώς, αποφάσισε να διακόψει τις προμήθειες πετρελαίου από τη Ρωσία μέχρι το 2022, αλλά για το αέριο το 2027. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι οι ανοδικές πιέσεις στις τιμές του πετρελαίου, άρα και στις τιμές του αερίου, θα διατηρηθούν υψηλές περισσότερο.

Με ποιο τρόπο, λοιπόν, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός; Όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, φαίνεται ότι οι επιδοτήσεις, οι μεταβιβαστικές πληρωμές και ρυθμίσεις τιμών είναι τα μέσα που χρησιμοποιούν οι κυβερνήσεις για τον σκοπό αυτό. Για να φανταστούμε, όμως, μία κατάσταση όπου οι απώλειες λόγω αύξησης της τιμής της ενέργειας επιδοτούνται 100% από τους κρατικούς προϋπολογισμούς; Θα ήταν, δηλαδή, μια κατάσταση όπου τα δημοσιονομικά οικονομικά των ευρωπαϊκών χωρών απλούστατα χρηματοδοτούν τον πόλεμο του κ. Πούτιν. Η πλήρης δημοσιονομική κάλυψη καταργεί τις κυρώσεις. Για να απεξαρτηθεί, λοιπόν, η Ευρώπη από την ενεργειακή εξάρτηση της Ρωσίας θα πρέπει να μειωθεί η ζήτηση των ποσοτήτων για τους ενεργειακούς πόρους της και όχι απλώς να γίνει δημόσια χρηματοδότηση της αύξησης των τιμών της ενέργειας. Αλλά έστω ότι σε έναν βαθμό και για ένα διάστημα είναι απαραίτητο να γίνει κάτι τέτοιο. Πώς θα βρεθούν τα χρήματα; Από φόρους και δασμούς ή από το αυξημένο χρέος των μελλοντικών γενεών;

Να σημειωθεί ότι η ποσοτική ζήτηση, έτσι και αλλιώς, θα μειωθεί λόγω μείωσης της συνολικής ζήτησης, οπότε εισέρχεται, διασωστικά, η χρηματοδότηση μέσω δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Το υπόλοιπο μέρος της απαιτούμενης μείωσης της ζήτησης ενεργειακών πόρων θα πρέπει να επέλθει από αλλαγή προμηθευτών, φορολόγησης (φόρους πολέμου), δασμούς στο φυσικό αέριο και τελικά από την εισαγωγή ποσοτικών περιορισμών της χρήσης των ενεργειακών πόρων.

Και όλοι αυτοί οι λεπτοί χειρισμοί στην Ελλάδα θα πρέπει να γίνουν με ένα βλέμμα στην αποτίναξη της ενισχυμένης εποπτείας από την ευρωζώνη και την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας του 2023. Διότι, εάν δεν πραγματοποιηθούν αυτά, θα χάσει η δημοσιονομική πολιτική την αυτονομία της.

Στη νομισματική πολιτική τα πράγματα είναι ακόμα δυσκολότερα: Μέχρι τώρα η ΕΚΤ ανέχθηκε τον πληθωρισμό και ετοιμάζεται για μια αύξηση των επιτοκίων. Έτσι, όμως, διακινδυνεύει την ανάκαμψη στην Ευρώπη οξύνοντας τα προβλήματα που εντέλει δημιουργεί και ο πληθωρισμός, που έχει ως αποτέλεσμα και τη μείωση της ζήτησης. Αν, όμως, η νομισματική πολιτική δεν κινηθεί προς την κατεύθυνση αυτή και επιμείνει να διατηρεί τα αρνητικά ονομαστικά και πολύ περισσότερο πραγματικά επιτόκια, υπάρχει κίνδυνος να εκραγούν οι πληθωριστικές προσδοκίες, οδηγώντας υψηλά τις τιμές και παρακινώντας τους εργαζομένους να αποκτήσουν υψηλότερες αμοιβές, οπότε ανοίγει η πόρτα του διαβολικού σπιράλ τιμών – προσδοκιών – μισθών εν μέσω υφεσιακών πιέσεων. Ίσως, λοιπόν, εδώ η δημοσιονομική πολιτική θα μπορούσε να αποκτήσει ένα πρόσθετο ρόλο ως διαμεσολαβητής ανάμεσα στις διεκδικήσεις της εργασίας και στις πληθωριστικές πιέσεις.

Με άλλα λόγια, εφόσον η κυβέρνηση, πολύ σωστά, μπήκε στην τροχιά να οργανώσει μια εθνική οικονομική πολιτική, θα πρέπει να αναπτύξει και μια ολοκληρωμένη επικοινωνιακή και πολιτική διαχείριση της φάσης αυτής της κρίσης, όπου τα μέτρα της οικονομικής πολιτικής θα συναθροίζονταικαι θα παρουσιάζονται κατά τρόπο ολοκληρωμένο. Στο τέλος του δρόμου αυτό γίνεται, αλλά η αποσπασματική λήψη και ανακοίνωση των μέτρων δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής συσκοτίζουν την πραγματική εικόνα και ενδεχομένως συσκοτίζουν και το πραγματικό αποτέλεσμα, αποκρύβοντας πού μπορεί να γίνουν οι απαραίτητες διορθώσεις.”

Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα Real News, 15 Μαΐου 2022
Δείτε την αναδημοσίευση στο InDeep Analysis: http://indeepanalysis.gr/oikonomia/polemos-kai-oikonomiki-politiki

real petrakis

ΕΚΠΑ © 2024. Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος

Μετάβαση στο περιεχόμενο
EN