Skip to content Skip to sidebar Skip to footer

Του Σπυρίδωνα Πλουμίδη*

SmyrneLeQuais

Η κατάρρευση του Μικρασιατικού μετώπου και η καταστροφή της Σμύρνης το 1922 σήμανε τη λήξη μιας πολεμικής δεκαετίας. Οι ρίζες του ελληνοτουρκικού πολέμου στη Μικρά Ασία μπορούν κάλλιστα να αναζητηθούν πολύ βαθύτερα στον χρόνο. Όπως επισημαίνει εύστοχα ένας Μικρασιάτης δημοσιολόγος και νομομαθής, ο Αριστοκλής Αιγίδης (Η Ελλάς χωρίς τους πρόσφυγας, εν Αθήναις 1934), η «Εθνική Ιδέα» των Ελλήνων δεν ήταν παρά ένας «συνεχής και αδιάκοπος εκατονταετής πόλεμος, κεκηρυγμένος ή ακήρυκτος, με την Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν», ο οποίος ξεκίνησε το 1821 και έληξε με τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923). Σε κάθε περίπτωση η «μαύρη» επέτειος του 1922 δεν μπορεί να κατανοηθεί έξω από το ιστορικό της πλαίσιο, αλλ’ ως αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας διαδικασίας.

Η Ελλάδα ξεκίνησε την πολεμική της εξόρμηση με μεγάλο ενθουσιασμό και υψηλή αυτοπεποίθηση. Την εκστρατεία εγκαινίασε η Ι Μεραρχία, η οποία επονομάστηκε «Σιδηρά» από τη σφοδρή ορμή και το ακαταμάχητο επιθετικό πνεύμα, που επέδειξε στη Μάχη του Σαρανταπόρου (9–10 Οκτωβρίου 1912). Όπως σχολίασαν τότε οι Times του Λονδίνου, οι «φρενήρεις επιθέσεις» (frenzied onslaughts) του ελληνικού πεζικού έτρεψαν τους Τούρκους στρατιώτες πανικόβλητους σε άτακτη φυγή.

Οι πολεμικοί θρίαμβοι του 1912-13 καλλιέργησαν εύλογα ανάλογες, μεγάλες προσδοκίες. Τρεις ημέρες μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης ακούστηκε εκεί για πρώτη φορά η έννοια «Μεγάλη Ελλάς» από τα χείλη του μητρ. Θεσσαλονίκης Γενναδίου, στην προσφώνησή του προς τον βασιλιά των Ελλήνων Γεώργιο Α´. Μία εβδομάδα μετά την πτώση των Ιωαννίνων (21 Φεβρουαρίου 1913) ο Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος έκανε επίσημα, από το βήμα της Βουλής, λόγο περί «της μείζονος νέας Ελλάδος», η οποία έπαιρνε πλέον σαφή μορφή. Το όραμα μιας «Ελλάδος πολεμικώς ισχυροτάτης, σεβαστής εις τους φίλους της και τρομεράς εις τους εχθρούς της» εξήγγειλε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α´ στις 26 Ιουλίου 1913, στο τέλος του Ελληνοβουλγαρικού Πολέμου, σε ένα εμπνευσμένο διάγγελμά του «προς τον στρατόν και τον στόλον». Παρόλη τη μεγαλοστομία του (ο βενιζελικός δημοσιογράφος Γεώργιος Βεντήρης στην Ιστορική Μελέτη του το 1931 το χαρακτηρίζει ναπολεόντειο), το διάγγελμα του Κωνσταντίνου ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα (το 1913 η Ελλάδα διπλασίασε την έκταση και τον πληθυσμό της), ενσωματώθηκε στην σχολική παιδεία και παρέμεινε η κυρίαρχη εικόνα της Ελλάδας για τον εαυτό της μέχρι το 1922.

Η τελική κατάληξη των Εθνικών Πολέμων κάθε άλλο όμως παρά ικανοποίησε τις φιλοδοξίες των Ελλήνων. Ιστορική ειρωνεία συνιστά μάλιστα το γεγονός ότι η Ιη «Σιδηρά» Μεραρχία, η οποία εγκαινίασε τους Εθνικούς Πολέμους το 1912, έγραψε τον θλιβερό επίλογο τους, τρεπόμενη σε φυγή στον τομέα του Αφιόν Καραχισάρ τον Αύγουστο του 1922. Τελικώς, η χώρα μας έναν περίπου αιώνα μετά την εθνική Παλιγγενεσία της, δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα κράτος μεγάλης κλίμακας (Grosstaat). Η Ελλάδα δηλαδή δεν ξέφυγε από τον κανόνα του Kleinstaaterei, δηλαδή του συστήματος των μικρών και μικροσκοπικών κρατών που δημιουργήθηκαν σταδιακά στην Ανατολική Ευρώπη κατά τον 19ο αιώνα, όπως είχε επισημάνει ο Γερμανός ιστορικός Gustav Cohn (1885).

Η εθνική καταστροφή του 1922 δεν είναι ωστόσο ένα απόλυτο και αντικειμενικό μέγεθος, αλλά μετρήσιμο με σχετικούς όρους. Ιδωμένο μέσα στο ευρύτερο ιστορικό της πλαίσιο, το μέγεθος της «Μικρασιατικής συμφοράς» (όπως προσδιοριζόταν αρχικώς η Μικρασιατική Καταστροφή) μετριάζεται. Σε τελική ανάλυση, η έννοια «καταστροφή» είναι ένα υποκειμενικό μέγεθος. Κι αυτό διότι η Ελλάδα, μέσα σε ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, επιτέλεσε ένα τεράστιο ποιοτικό άλμα, και από απαξιωμένη Δύναμη (1897) έφθασε να γίνει προσωρινά υπολογίσιμος γεωπολιτικός παράγοντας στην Εγγύς Ανατολή (1920), χάνοντας κάπως έτσι την αίσθηση της πραγματικότητας. Ο πρίγκηπας Ανδρέας (γιος του βασιλιά Κωνσταντίνου Α´ και διοικητής του Β´ Σώματος Στρατού στην εκστρατεία του Σαγγαρίου) παρατηρεί στις πολεμικές αναμνήσεις του το 1928 ότι μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών «η Ελλάς, ως δια μαγείας μετεβάλλετο εις μέγα και ισχυρόν κράτος», ενώ ακόμη και η Κωνσταντινούπολη, «η κορωνίς του όλου έργου», φαινόταν «εύκολος λεία». Στην πραγματικότητα όμως οι δυνάμεις της χώρας παρέμεναν «ασθενείς», όπως σχολιάζει ο ίδιος.

Η στρατιωτική όψη της Μικρασιατικής Καταστροφής γίνεται περαιτέρω αντιληπτή μέσα σε συγκριτικά πλαίσια: Η περίπτωση της Ελλάδας είναι συγκρίσιμη με εκείνη της Βουλγαρίας, η οποία επίσης ηττήθηκε κατά κράτος λίγα χρόνια νωρίτερα (1918). Η ήττα της Βουλγαρίας στον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο προσδιορίζεται στην ιστοριογραφία της ως «εθνική καταστροφή». Το τραύμα στην εθνική μνήμη είναι σίγουρα μεγάλο και δυσίατο, αλλά ιστορικά ερμηνεύσιμο και ορθολογικά διαχειρίσιμο.

*Ο Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ και συγγραφέας των βιβλίων: Τα μυστήρια της Αιγηΐδος: Το Μικρασιατικό Ζήτημα στην ελληνική πολιτική (1891-1922), εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2016· Η «σιδηρά» δεκαετία: Οι Εθνικοί Πόλεμοι της Ελλάδας (1912–1922), εκδ. Μίνωας, Αθήνα 2022.

Mikrasiatiko Zitima Exophyllo
Τα μυστήρια της Αιγηΐδος: Το Μικρασιατικό Ζήτημα στην ελληνική πολιτική (1891-1922)
National Wars Cover
Η «σιδηρά» δεκαετία: Οι Εθνικοί Πόλεμοι της Ελλάδας (1912–1922)

ΕΚΠΑ © 2024. Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος

Μετάβαση στο περιεχόμενο
EN