Oι συνέπειες από την διακοπή της Συμφωνίας για τις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων της Ουκρανίας και Ρωσίας από τη Μ. Θάλασσα, η αντίδραση στις τιμές των αγορών τον ένα χρόνο που ίσχυσε και οι λόγοι ανόδου του πληθωρισμού των τροφίμων διεθνώς και στη χώρα μας παρά την διάθεση μεγαλύτερων ποσοτήτων γεωργικών πρώτων υλών και την υποχώρηση του ενεργειακού κόστους είναι τα θέματα που αναλύονται στην εκπομπή του Πολυδεύκη Παπαδόπουλου «Με το Πρώτο στην Ευρώπη και τον Κόσμο» (Α’ Πρόγραμμα, Σάββατα και Κυριακές 12.00-13.00). Καλεσμένος ήταν ο Γιάννης Δούκας, Επίκουρος Καθηγητής Αγροτικής Ανάπτυξης, Αγροδιατροφής και Διαχείρισης Φυσικών Πόρων στο ΕΚΠΑ.
Ένα χρόνο μετά την υπογραφή της Συμφωνίας για την εξαγωγή ουκρανικών και ρωσικών διατροφικών υλών μέσω Μαύρης Θάλασσας, με τη διαμεσολάβηση τότε των Ηνωμένων Εθνών και της Τουρκίας, η Συμφωνία τερματίστηκε με την αποχώρηση από αυτήν της Ρωσίας, αφού λειτούργησε αρκετά ικανοποιητικά για την ουκρανική πλευρά όλο αυτό το διάστημα.
Για όσους παρακολουθούσαν το ζήτημα ήταν μια αναμενόμενη εξέλιξη, καθώς η Ρωσία στις τελευταίες τρίμηνες ανανεώσεις της Συμφωνίας είχε προειδοποιήσει πως θα αποχωρήσει εφόσον δεν εκπληρώνονταν οι όροι που αφορούσαν και τις δικές της εξαγωγές. Να σημειωθεί πως οι εξαγωγές ρωσικών αγροτικών προϊόντων και λιπασμάτων δεν συμπεριλαμβάνονται στις κυρώσεις της ΕΕ και του G7, αλλά πρακτικά δεν μπορούσαν όλο το χρόνο να γίνουν από τη Μ. Θάλασσα προς διάφορες χώρες, καθώς το τραπεζικό σύστημα της Ρωσίας έχει αποκοπεί από το σύστημα SWIFT. Η Ρωσία είχε ζητήσει την εξαίρεση της αγροτικής της τράπεζας για το σκοπό αυτό, αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Τώρα δίνει στις δυτικές χώρες και τα Ηνωμένα Έθνη που διαμεσολαβούν μια προθεσμία 3 μηνών για να διευθετηθεί το θέμα αυτό ώστε να επανέλθει στη Συμφωνία.
Στο μεταξύ, η Ουκρανία δηλώνει πως θα προχωρήσει σε εξαγωγές, μέσω της Μ. Θάλασσας ακόμη και χωρίς συμφωνία, εφόσον έχει την συνεργασία της Τουρκίας και των Ηνωμένων Εθνών και ότι είναι σε σχετικές συζητήσεις με ναυτιλιακές εταιρίες. Ωστόσο, μια μονομερής επιχείρηση, χωρίς εγγυήσεις ασφάλειας για τα διερχόμενα πλοία δε φαίνεται να έχει τύχη. Οι περιοχές που γίνονται οι πλόες είναι ναρκοθετημένες και από τις δύο πλευρές, η Ρωσία εξαπέλυσε ήδη πυραυλικές επιθέσεις στα λιμάνια της Οδησσού και του Μικολάεφ που χρησιμοποιούνται, ως απάντηση και στην νέα βομβιστική επίθεση της Ουκρανίας στη γέφυρα του Κερτς. Έτσι, γίνονται συζητήσεις από μεν την Ουκρανία να χρησιμοποιηθεί η ποταμοπλοΐα του Δούναβη, από δε τη Ρωσία να γίνουν εξαγωγές απευθείας μέσω Τουρκίας. Ωστόσο, όλες αυτές οι λύσεις δε φαίνεται να αντικαθιστούν μια Συμφωνία για τη Μ. Θάλασσα, που θα κάλυπτε τις δύο μεγαλύτερες εξαγωγικές δυνάμεις του κόσμου σε σειρά αγροτικών προϊόντων, καθώς και στα λιπάσματα.
Ειδικότερα, η Ουκρανία είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας ηλιόσπορων στον κόσμο, ο πέμπτος σιταριού και ο τέταρτος καλαμποκιού (για το συγκεκριμένα προϊόν πλέον βρίσκεται στην τρίτη θέση, λόγω της ξηρασίας που πλήττει τη σοδειά στην Αργεντινή). Από την πλευρά της η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας σιταριού και λιπασμάτων στον κόσμο και ο δεύτερος πετρελαίου, σημαντικό ποσοστό του οποίου διέρχεται επίσης από τη Μ.Θάλασσα. Οι εξαγωγές από τη Ρωσία των τριών αυτών βασικών αγαθών και προϊόντων καλύπτουν αντιστοίχως περίπου το 30%, το 15% και το 11% της ανάλογης ζήτησης παγκοσμίως.
Ένα ερώτημα που τίθεται είναι τελικά ποιά υπήρξαν τα αποτελέσματα, μέσα στο χρόνο που εφαρμόστηκε η Συμφωνία. Με βάση στοιχεία διεθνών οργανισμών, η Ουκρανία από πέρσι τον Ιούλιο φέρεται να έχει εξάγει περίπου 33 εκατ. τόνους σιτηρών μέσω Μ. Θάλασσας. Ωστόσο, η Ρωσία ισχυρίζεται πως μόλις το 3% αυτών των ποσοτήτων κατέληξε σε φτωχές χώρες. Τα Ηνωμένα Έθνη από την πλευρά τους ανέφεραν πως οι ουκρανικές εξαγωγές συνέβαλαν στη συγκράτηση έως και 20% των τιμών σε 45 φτωχές χώρες, και πως μέσα από αυτές τις ποσότητες κατάφεραν να συνεχίσουν τα επισιτιστικά προγράμματα του ΟΗΕ σε χώρες όπως το Αφγανιστάν, το Σουδάν, το Τζιμπουτί, η Αιθιοπία, η Κένυα, η Σομαλία και η Υεμένη (της τάξεως βέβαια των 725.000 τόνων μόνον). Από την άλλη, μέσα στην άνοιξη πολλοί εξεπλάγησαν από την κίνηση πέντε χωρών της ΚΑ Ευρώπης και στενών συμμάχων της Ουκρανίας (Πολωνίας, Σλοβακίας, Ουγγαρίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας) να κηρύξουν εμπάργκο στις αδασμολόγητες εισαγωγές ουκρανικών αγροτικών προϊόντων στο έδαφός τους ! Κι αυτό γιατί ενώ η Συμφωνία με την ΕΕ ήταν για διέλευση τράνσιτ αυτών των προϊόντων προς χώρες εκτός Ευρώπης, μεγάλο μέρος των ποσοτήτων έμενε στο έδαφός τους, ρίχνοντας κατακόρυφα τις τιμές της εγχώριας παραγωγής. Στο ζήτημα παρενέβη η Κομισιόν για να υπάρξει μια διευθέτηση, που ακόμη δεν έχει βρεθεί.
Όπως και να έχει, η Συμφωνία για τη Μ. Θάλασσα λειτούργησε επί ένα χρόνο, πριν καταργηθεί στις 23/7 αυξάνοντας τις ποσότητες των διαθέσιμων προϊόντων σε σειρά αγροτικών πρώτων υλών. Επιπλέον, όλο το προηγούμενο διάστημα υποχώρησαν αισθητά και οι τιμές του φυσικού αερίου, του πετρελαίου και εν μέρει της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη και γενικώς τον αναπτυγμένο κόσμο, μειώνοντας τα κόστος της παραγωγής. Ωστόσο, οι τιμές των τροφίμων δεν επηρεάστηκαν πτωτικά κι αντιθέτως συνέχισαν την ανηφόρα. Χαρακτηριστικά, μέσα στον Ιούνιο ο γενικός δείκτης καταναλωτή στην Ελλάδα έπεσε στο 1.8%, αλλά αυτός που αφορά τα τρόφιμα έφτασε το 12,2%. Και κάτι ανάλογο συμβαίνει και σε πολλές άλλες χώρες, Η συνέχεια δεν προοιωνίζεται καλύτερη, καθώς μετά την είδηση για την κατάργηση της Συμφωνίας για τη Μ. Θάλασσα οι τιμές σιτηρών αυξήθηκαν κατά μέσο όρο περίπου 10% στις διεθνείς αγορές.
Τελικά γιατί συμπεριφέρονται έτσι οι τιμές των τροφίμων; Σε μια μελέτη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπή (ΕΟΚΕ), σημειώνεται σχετικά: η παγκόσμια κρίση των τιμών των τροφίμων έχει επιδεινωθεί από τον πόλεμο στην Ουκρανία και οδηγεί σε διαταραχή του εφοδιασμού ζωτικών ειδών διατροφής, όπως το σιτάρι και το ηλιέλαιο· ωστόσο, η κρίση δεν οφείλεται μόνο σ’ αυτή τη σύγκρουση, αλλά και σε διαρθρωτικά και συστημικά προβλήματα που προκαλούν πείνα και απειλούν τα μέσα διαβίωσης των ανθρώπων παγκοσμίως. Τα τρόφιμα δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο διότι δεν αποτελούν απλά προϊόντα, όπως πολλά άλλα, μα απολύτως ζωτικά αγαθά · το ζήτημα των τιμών των τροφίμων και της κερδοσκοπίας είναι εξαιρετικά περίπλοκο, όπου η αιτιώδης συνάφεια χρήζει περαιτέρω διερεύνησης, η δε σημερινή διάρθρωση της αγοράς βασικών προϊόντων δεν επιτυγχάνει τη «βιώσιμη οικονομία που χρειαζόμαστε».
Επίσης, το παγκόσμιο φυσικό εμπόριο σιτηρών παρουσιάζει υψηλό βαθμό συγκέντρωσης. Τέσσερις εταιρείες ελέγχουν περίπου 70-90 % του παγκόσμιου εμπορίου σιτηρών: η Archer-Daniels-Midland, η Bunge, η Cargill και η Louis Dreyfus. Αυτές οι εταιρείες ασκούν ολιγοπώλιο όχι μόνο επί του παγκόσμιου εμπορίου σιτηρών, αλλά και επί των πληροφοριών για τα θεμελιώδη μεγέθη της αγοράς, και είναι επίσης σε μεγάλο βαθμό χρηματιστηριοποιημένες. Τέλος, μεταξύ αυτών που προτείνει η ΕΟΚΕ για την βελτίωση της κατάστασης, είναι μέτρα ενίσχυσης της διαφάνειας της αγοράς, ειδικώς μέσω του συστήματος πληροφόρησης για τις γεωργικές αγορές (AMIS). Επίσης, ζητά την επαναφορά μιας ρυθμιζόμενης αγοράς χρηματιστηριακών παραγώγων τροφίμων, όπως συνέβαινε επί αρκετές δεκαετίες έως το τέλος του περασμένου αιώνα, γεγονός που διαφυλάσσει τη λειτουργία των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης για αντιστάθμιση κινδύνου. Ακόμη, προτείνει εισαγωγή παγκόσμιας έκτακτης φορολογίας επί των πλεοναζόντων κερδών των εμπορικών και των χρηματοπιστωτικών εταιρειών πριν από την καταβολή μερισμάτων, καθώς και φόρου επί της κερδοσκοπίας στον τομέα των τροφίμων για τον περιορισμό των συναλλαγών υψηλής συχνότητας.