Skip to content Skip to sidebar Skip to footer

Τη θέση ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι απολύτως θωρακισμένο έναντι της χρηματοπιστωτικής αστάθειας που σοβεί τις τελευταίες εβδομάδες στην Ευρώπη, στον απόηχο των εξελίξεων τόσο στην Credit Suisse όσο και στην Deutsche Bank, διατυπώνει ο Ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), Παναγιώτης Πετράκης. Συνέντευξη στον Χρήστο Θ. Παναγόπουλο και στο liberal.gr.

Ο καθηγητής Πετράκης χαρακτηρίζει υπερβολικές τις συγκρίσεις που γίνονται ανάμεσα στην Credit Suisse και την Deutsche Bank, ενώ αναλύει δύο σημαντικές πτυχές που οδήγησαν στη «βουτιά» της μετοχής του γερμανικού τραπεζικού «κολοσσού» την Παρασκευή.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του Παναγιώτη Πετράκη στο Liberal.gr

Κύριε καθηγητά, θα ήθελα να ξεκινήσουμε τη συζήτησή μας με βάση τις τελευταίες εξελίξεις αναφορικά με την Deutsche Bank. Συμμερίζεστε την άποψη που ακούγεται το τελευταίο διάστημα ότι η γερμανική τράπεζα είναι η νέα Credit Suisse;

Θα πρέπει να πούμε ότι η υπόθεση της Deutsche Bank είναι τελείως διαφορετική σε σχέση με την αντίστοιχη της Credit Suisse. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.

Υπάρχουν οικονομικές αναλύσεις που έχουν γίνει, αλλά δεν είναι απαραίτητο ότι αυτές εισακούονται είτε ακολουθούνται είτε επηρεάζουν τις δυνάμεις της αγοράς. Το θέμα της Deutsche Bank δεν εμφανίστηκε τώρα. Εδώ και αρκετά χρόνια γνωρίζουμε τα προβλήματα συμμόρφωσης, τα οποία εμφανίζει κατά καιρούς. Η τράπεζα έχει πληρώσει απίστευτα πρόστιμα στις αμερικανικές αρχές και συνεχώς υπάρχουν υποδείξεις που αφορούν την παρουσία της στο τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης.

Η Deutsche Bank είναι ένας γίγαντας, ένας τραπεζικός «κολοσσός» κι αυτό το χαρακτηριστικό από μόνο του απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή.

Επί της ουσίας, εντοπίζονται δύο καίρια ζητήματα, τα οποία αφορούν τις τελευταίες εξελίξεις.

Το πρώτο ζήτημα ήταν ο πανικός ο οποίος αναπτύχθηκε γύρω από τα ομόλογα AT1, τα οποία εκδίδονται από τις τράπεζες και διακρατούνται από μεγάλους κεφαλαιούχους. Τα ομόλογα αυτά έχουν στόχο την ενίσχυση των τραπεζών, με κεφάλαια τα οποία κατ’ αρχάς αποδίδουν υψηλό επιτόκιο (7%-8%), αλλά από την άλλη μεριά φέρουν τον κίνδυνο της «εξαέρωσης», σε περίπτωση που η τράπεζα εμφανίσει προβλήματα βιωσιμότητας. Είναι χρηματοοικονομικά εργαλεία, τα οποία έχουν σχεδιαστεί, για να κάνουν ευκολότερο το bail-in αλλά και το bail-out, στην προκειμένη περίπτωση.

Αυτά ενεργοποιήθηκαν στην περίπτωση της Credit Suisse, όταν ελήφθη η απόφαση για την εξαγορά της, για να μπορέσει να έχει μια λογική το όλο σχήμα και για την UBS αλλά και για τις ελβετικές αρχές. Βεβαίως, ενεργοποιήθηκε η «εξαέρωση» των AT1 της Credit Suisse, διότι υπήρχε πρόβλεψη στην έκδοσή τους, ότι σε περίπτωση κρίσης όπως αυτή, θα είχαν seniority απέναντι στην απομείωση της αξίας των μετοχών.

Το ίδιο χαρακτηριστικό έχει και η UBS. Αυτές οι δύο τράπεζες είχαν το ίδιο χαρακτηριστικό. Παρόλη, όμως, την πρόβλεψη – η οποία ήταν σαφής και άρα οι επενδυτές γνώριζαν πολύ καλά τι θα μπορούσε να συμβεί – όταν συνέβη, επειδή αντιστράφηκε το seniority με το point key των ομολόγων, και γενικά θεωρούνται οι μετοχές πιο ευάλωτα στοιχεία από τα ομόλογα, αυτό προκάλεσε μια αναταραχή, με αποτέλεσμα να αρχίσει να ανεβαίνει η απόδοση αυτών των ομολόγων σε όλη την Ευρώπη.

Αυτή η διαδικασία «έπιασε» και τα ομόλογα της Deutsche Bank. Θεωρητικά, όμως, αυτή η διαδικασία δεν έχει σχέση με την τράπεζα, αλλά με τον ομολογιούχο, ο οποίος διακρατεί το συγκεκριμένο ομόλογο. Αν, όμως, αυτοί οι μεγάλοι ομολογιούχοι – οι οποίοι είναι λίγοι, δεν αφορά τον πολύ κόσμο αυτή η ιστορία – έχουν και μετοχές της Deutsche Bank, ενδεχομένως προσπαθούν να μειώσουν τις ζημίες τις οποίες υφίστανται είτε λογιστικά είτε πραγματικά, πουλώντας συγχρόνως και μετοχές.

Τα παραπάνω είναι ένα παράδειγμα για το πώς μπορείτε να έχετε μία ταυτόχρονη απομείωση της αξίας και ομολόγων AT1 και μετοχών.

Το δεύτερο ζήτημα που εμφανίστηκε και αφορά την Deutsche Bank, είναι η πιθανή έκθεση που έχει η τράπεζα στις αγορές ακινήτων και συγκεκριμένα στα εμπορικά ακίνητα, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό, ενδεχομένως, πυροδοτήθηκε, από μια μελέτη η οποία δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ESRB) που παρακολουθεί τα στοιχεία του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος

Σημειώνεται, πάντως, πως η συγκεκριμένη μελέτη δεν αναφέρεται στην Deutsche Bank. Ενδεχομένως, υπάρχει ένα θέμα υψηλής έκθεσης της Deutsche Bank στις αγορές των ΗΠΑ. Στη μελέτη, όμως, τίθεται ένα θέμα μεταξύ επενδύσεων στην εμπορική κτηματική πίστη, σε περίπτωση ύφεσης. Έαν πάμε σε ύφεση, αυτό θα επιφέρει πτώση των τιμών στα ακίνητα. Άρα, αφού συμβεί κάτι τέτοιο, η έκθεση που υπάρχει σε αυτού του είδους τις επενδύσεις θα αυξηθεί και θα δημιουργηθεί πρόβλημα και στην ίδια την τράπεζα.

Τα όσα γράφονται, λοιπόν, αν θα μπορούσε, δηλαδή, η Deutsche Bank να είναι η νέα Credit Suisse, είναι μάλλον πρώιμα και έχουν μια δόση υπερβολής. Βεβαίως, αν πάμε σε μια μεγάλη ύφεση, τότε θα συμβούν πολλά πράγματα και σίγουρα πολλά περισσότερα από αυτά που παρατηρούμε αυτή τη στιγμή.. Η εκτίμησή μου δεν είναι ότι πάμε σε μια μεγάλη ύφεση, αλλά ότι πάμε σε μια «προσγείωση» της οικονομικής δραστηριότητας.

Όπως όλα δείχνουν, η Ευρώπη βρίσκεται ενώπιον μιας τραπεζικής κρίσης. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της;

Θα την αποκαλούσα, πιο σωστά, χρηματοπιστωτική αστάθεια, η οποία μάλλον φαίνεται πως θα διατηρηθεί καθ’ όλη τη διάρκεια του 2023, με μικρές και μεσαίες επιμέρους κρίσεις χωρίς να βλέπω, αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, την πιθανότητα να έχουμε κάτι πολύ μεγαλύτερο.

Συζητάμε κυρίως για την Ευρώπη πλέον, διότι αυτό είναι που παρακολουθούμε. Τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της χρηματοπιστωτικής αστάθειας έχουν να κάνουν με την ύπαρξη κάποιου κινδύνου σε ορισμένες κατηγορίες χρηματοοικονομικών εργαλείων.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό αφορά τις πιθανές επιπτώσεις της χρηματοοικονομικής αστάθειας στην οικονομική δραστηριότητα, όταν έχουμε μια «προσγείωση» ή κάτι βαθύτερο όπως μια ύφεση. Αυτό θα δημιουργήσει, ίσως, ορισμένα ζητήματα. Αυτό είναι το κοινό υπόβαθρο για όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Από την άλλη μεριά, έχουμε ένα αρκετά αναπτυγμένο σύστημα παρακολούθησης των χρηματοοικονομικών δεικτών από τον ESRB και τον SSM. Συγχρόνως, υπάρχει σύστημα ασφάλισης των καταθέσεων. Επίσης, υπάρχει ένα αρκετά χαμηλό ποσοστό – καμία σχέση με τις αμερικανικές τράπεζες – επενδύσεων των ευρωπαϊκών τραπεζών σε ομόλογα εν γένει και όχι μόνο σε ομόλογα AT1.

Άρα, η αύξηση των επιτοκίων προκαλεί μια μείωση της αξίας του χαρτοφυλακίου των ομολόγων. Δεν είναι πολύ σημαντική, όπως στην περίπτωση της Silicon Valley Bank (SVB). Συνεπώς, δεν υπάρχουν λόγοι να πιστεύουμε ότι υπάρχουν εγγενή προβλήματα, όπως είναι τα πράγματα σήμερα, στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα.

Ας δούμε, όμως, τι συμβαίνει και στην Ελλάδα. Πόσο καλά θωρακισμένες πιστεύετε πως είναι οι ελληνικές τράπεζες, με φόντο τη χρηματοπιστωτική αστάθεια που σοβεί στην Ευρώπη;

Οι τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες υπόκεινται στους κανονισμούς της Ενιαίας Τραπεζικής Αγοράς, υπακούν σε συγκεκριμένες δομές. Συν τοις άλλοις, η Ελλάδα βγαίνει από μία μετα-μνημονιακή διαδικασία, όπου πολλά πράγματα εξυγιάνθηκαν σε ό,τι αφορά τις τράπεζες.

Οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται πολύ μακριά από τη διάθεση ανάληψης κινδύνου που υπάρχει στο υπόλοιπο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, το οποίο δεν έχει υποστεί το «διασωστικό σοκ» των Μνημονίων όπως εμείς εδώ. Άρα, ήταν και είναι ιδιαίτερα συντηρητικές, ακριβώς επειδή βγαίνουμε από αυτή την περίοδο.

Η παρακολούθηση των δεικτών δείχνει μια αρκετά καλή οργάνωση και δείχνει ότι οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε μια διαδικασία απαλλαγής από τα «κόκκινα» δάνεια, μια αρκετά επιτυχημένη διαδικασία. Δεν υπάρχει κανένα θέμα να σκεφτόμαστε, παρόλο που αν αυτή η χρηματοπιστωτική αστάθεια μετεξελιχθεί σε κάποια μεγαλύτερη κρίση, βεβαίως τότε αυτό θα αφορά όλο τον πλανήτη.

Με βάση την ακαδημαϊκή σας εμπειρία και γνώση, πώς πιστεύετε ότι θα μπορούσε να επιλυθεί αυτή η χρηματοπιστωτική αστάθεια και να ηρεμήσουν εν τέλει οι αγορές; 

Ζούμε σε μία περίοδο αύξησης των επιτοκίων και συρρίκνωσης της ρευστότητας. Δεν είναι μόνο η μείωση των επιτοκίων. Οι κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο μειώνουν τη διαθέσιμη ρευστότητα και από εκδότες με προσφορά χρήματος κάνουν την ακριβώς αντίθετη δουλειά, δηλαδή αποστερούν τις αγορές από ρευστότητα.

Πρόσφατα, έβλεπα μια ανάλυση της Fitch που μιλούσε για μάζεμα ρευστότητας ύψους 3 τρισ. δολαρίων στον κόσμο για τα επόμενα δύο χρόνια. Τα δύο φαινόμενα, λοιπόν, είναι παράλληλα, η άνοδος των επιτοκίων και το μάζεμα της ρευστότητας. Είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Επειδή ο κόσμος είχε συνηθίσει στο φθηνό χρήμα και την άφθονη ρευστότητα, τώρα ακριβώς δείχνει να αιφνιδιάζεται.

Δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να καθησυχαστεί αυτή η αναταραχή, την οποία παρακολουθούμε. Βεβαίως, υπάρχει πάντοτε το «όπλο του τελευταίου δανειστή», το οποίο θα ενεργοποιείται όταν ξεσπούν κρίσεις, με άμεσες επιδράσεις στις τράπεζες. Άλλωστε, οι κεντρικές τράπεζες πάντοτε θυμούνται και έχουν και την εμπειρία αναφορικά με ό,τι συνέβη με την Lehman Brothers.

Αυτή η κατάσταση θα συνεχίσει μέχρις ότου ολοκληρωθεί ο κύκλος της αύξησης των επιτοκίων, που θα σημάνει και την είσοδό μας σε μια καλύτερη κανονικότητα. Ελπίζω να μη γίνουν λάθη πολιτικής, γιατί αυτός είναι ένας σοβαρός κίνδυνος από εδώ και πέρα.

Πηγή: liberal.gr

Αναδημοσίευση: http://indeepanalysis.gr/oikonomia/thorakismenes-oi-ellinikes-trapezes

ΕΚΠΑ © 2024. Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος

Μετάβαση στο περιεχόμενο
EN