*Γράφει ο Δημήτριος Καινούργιος, μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης του ΕΚΠΑ, Καθηγητής Χρηματοοικονομικής και Αναπληρωτής Πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών. Εφημερίδα «Πανεπιστήμιο Αθηνων», φύλλο 4. Κυκλοφόρησε με το «Βήμα της Κυριακής» την Κυριακή 25 Μαΐου 2025.
Η διαχρονική αποτύπωση των συνεπειών των δασμών αποδεικνύει ότι, αν και δύνανται να λειτουργήσουν ως εργαλεία οικονομικής και εξωτερικής πολιτικής υπό συγκεκριμένες συνθήκες και προϋποθέσεις, η υπερβολική ή συγκρουσιακή χρήση τους οδηγεί σε ανεπιθύμητες συνέπειες.
Ηυφήλιος ολόκληρη μοιάζει να περιστρέφεται τους τελευταίους μήνες γύρω από την οικονομική «μέγγενη» των δασμών, την πιθανότατα όντως… αγαπημένη λέξη του νέου προέδρου των ΗΠΑ και, εξ αυτού, το νέο οικονομικό talk of the town όλων των χρηματιστηριακών και ευρύτερα οικονομικών κύκλων.
Οι δασμοί είναι ειδικοί κρατικοί φόροι που επιβάλλει ένα κράτος σε αγαθά που περνούν τα σύνορά του, είτε αυτά εισάγονται είτε εξάγονται. Υπολογίζονται είτε ως ποσοστό επί της τελωνειακής αξίας ενός προϊόντος είτε ως σταθερό ποσό ανά μονάδα.
Αποτελούν δε ένα από τα αρχαιότερα εργαλεία οικονομικής και πολιτικής διαχείρισης, με τις ρίζες τους να φτάνουν στην αρχαία Ελλάδα του 4ου αιώνα π.Χ., όπου επιβάλλονταν λιμενικά τέλη 2% στις εισαγωγές και εξαγωγές και ένας ειδικός φόρος 5% στους συμμάχους της Αθήνας, γνωστός ως «πεντηκοστή». Οι Ρωμαίοι μάλιστα επέβαλαν το portorium σε εισαγωγές και εξαγωγές, στην Αίγυπτο οι Φαραώ φορολογούσαν τα εμπορεύματα που διέρχονταν τη χώρα, ενώ στην Κίνα οι δασμοί στα καραβάνια του Δρόμου του Μεταξιού ενίσχυαν τα κρατικά έσοδα και ρύθμιζαν τις σχέσεις με το εξωτερικό.
Τον 18ο αιώνα, οι δασμοί αποτέλεσαν το υπόβαθρο ριζικών πολιτικών ανακατατάξεων, με αποκορύφωμα την Αμερικανική Επανάσταση του 1783. Κατά τον 20ό αιώνα, η αύξηση των δασμών κορυφώθηκε στις ΗΠΑ με τον Νόμο Smoot-Hawley του 1930. Ο νόμος συνέβαλε στην επιδείνωση της Μεγάλης Υφεσης και οδήγησε στη Διεθνή Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου του 1947. Στον 21ο αιώνα, επανέρχονται δυναμικά στο προσκήνιο με την επιβολή δασμών στο αυστραλιανό κριθάρι από την Κίνα, αλλά και με την επιθετική δασμολογική πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ τόσο κατά την πρώτη όσο και κατά την τρέχουσα θητεία της.
Γιατί όμως επιβάλλονται δασμοί; Η απάντηση δεν είναι μία. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, τα κράτη χρησιμοποιούν τους δασμούς για να προστατέψουν την εγχώρια παραγωγή από τον ξένο ανταγωνισμό, να ενισχύσουν τα δημόσια έσοδα ή ακόμη και για να ασκήσουν πολιτική πίεση σε εμπορικές διαμάχες/συμφωνίες με άλλες χώρες.
Παρά τα δυνητικά τους οφέλη, οι δασμοί ενέχουν σοβαρούς κινδύνους μιας και επηρεάζουν όλους τους τομείς μιας οικονομίας, με τους καταναλωτές να πλήττονται πρώτοι μέσω της μετακύλισής τους στις τελικές τιμές προϊόντων και υπηρεσιών. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) εκτιμά ότι οι πρόσφατοι αυξημένοι εμπορικοί φραγμοί θα μπορούσαν να μειώσουν το παγκόσμιο ΑΕΠ κατά 1,5%-2,5% την επόμενη διετία, ενώ το ΔΝΤ ανεβάζει τη μείωση μακροπρόθεσμα έως και 7%, αν ο κόσμος διαιρεθεί σε εμπορικά μπλοκ με υψηλούς δασμούς.
Μετά την ανακοίνωση των δασμών από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, η αντίδραση των διεθνών αγορών μέσω της πτώσης των τιμών των μετοχών και της ανόδου των αποδόσεων των αμερικανικών κρατικών ομολόγων καταδεικνύει πόσο άμεσα αποτυπώνονται οι προσδοκίες κινδύνου στις χρηματοπιστωτικές αγορές και η έλλειψη εμπιστοσύνης στο δολάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό μέσο.
Στην Ελλάδα, οι επιπτώσεις της επιβολής δασμών αναμένεται να είναι ηπιότερες συγκριτικά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, καθώς το ποσοστό των ελληνικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ παραμένει χαμηλό, περίπου στο 1% του ελληνικού ΑΕΠ και πέριξ του 5% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών, έναντι 8,5% των εξαγωγών της Ευρωζώνης.
Ωστόσο, μια συνολική επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου μπορεί να μειώσει τη ζήτηση για ελληνικά προϊόντα και να περιορίσει τις προοπτικές ανάπτυξης, πλήττοντας παραγωγούς και εξαγωγικές επιχειρήσεις, αλλά και το σύνολο της οικονομίας μέσω της επιδείνωσης του εμπορικού ισοζυγίου, των επενδύσεων και των θέσεων εργασίας.
Επιπλέον, οι δασμοί αυξάνουν τις πληθωριστικές πιέσεις. Καθώς το κόστος εισαγωγής πρώτων υλών και ενδιάμεσων αγαθών αυξάνεται, οι ελληνικές επιχειρήσεις βλέπουν τα κόστη τους να ενισχύονται, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε ανατιμήσεις και μετακύλιση του κόστους στους καταναλωτές, με αρνητικές επιπτώσεις στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και την αγοραστική δύναμη.
Σε αυτό το περιβάλλον, η συνεπής διατήρηση από τη χώρα μας μιας συνεκτικής οικονομικής στρατηγικής, βασιζόμενης στη δημοσιονομική σύνεση, στην επιτάχυνση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και στην ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων, θα βοηθήσει στην απορρόφηση των κραδασμών από τους δασμούς και άλλους εξωγενείς παράγοντες.
Με δεδομένη την αποδυνάμωση του ρόλου του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), οι δασμοί ανάγονται σε μοχλό άσκησης γεωοικονομικής ισχύος. Αξιοποιούνται πλέον στοχευμένα για να αναδιαμορφώσουν τις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, προωθώντας την αποσύνδεση από στρατηγικούς ανταγωνιστές και τη μείωση της εξάρτησης από γεωπολιτικά ευάλωτες περιοχές.
Αυτή η στροφή ενισχύει τάσεις οικονομικού εθνικισμού ή εμπορικού προστατευτισμού και αναδιατάσσει το διεθνές εμπορικό σύστημα, το οποίο τείνει να βασίζεται όλο και περισσότερο σε διμερείς και περιφερειακές συμφωνίες, καθοδηγούμενες από τη διαπραγματευτική ισχύ και τα στρατηγικά συμφέροντα κάθε κράτους ή συμμαχίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η σταδιακή οικονομική απεξάρτηση ΗΠΑ – Κίνας, η οποία δεν περιορίζεται σε μια απλή εμπορική διένεξη, αλλά αντανακλά μια ευρύτερη αναδιάρθρωση των γεωοικονομικών ισορροπιών, που μπορεί να μετεξελιχθεί σε γεωπολιτική αναταραχή με κύρια ατζέντα την κυριαρχία στον τομέα των ημιαγωγών και τεχνολογιών του μέλλοντος, και με σημαντικές δυνητικές συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία, την ανάπτυξη και τη σταθερότητα του διεθνούς συστήματος.
Η διαχρονική αποτύπωση των συνεπειών των δασμών αποδεικνύει ότι, αν και δύνανται να λειτουργήσουν ως εργαλεία οικονομικής και εξωτερικής πολιτικής υπό συγκεκριμένες συνθήκες και προϋποθέσεις, η υπερβολική ή συγκρουσιακή χρήση τους οδηγεί σε ανεπιθύμητες συνέπειες.
Με δεδομένο ότι η επιβολή και εφαρμογή δασμών αποτελεί μια δυναμική διαδικασία, στο σημερινό πολωμένο διεθνές περιβάλλον «ασυνήθιστης» αβεβαιότητας και πολυκρίσεων, όπου το διεθνές εμπόριο μετατρέπεται σε πεδίο γεωπολιτικού ανταγωνισμού, μια στρατηγική και ισορροπημένη επιβολή δασμών στο πλαίσιο πολυμερών ή διμερών συμφωνιών αποτελεί αναγκαία και ικανή συνθήκη για να επιτευχθεί ένα νέο σημείο παγκόσμιας ισορροπίας και να διασφαλιστεί η ανθεκτικότητα και η οικονομική βιωσιμότητα τόσο των εθνικών οικονομιών όσο και του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος.