Την παραμονή της 28ης Οκτωβρίου επέλεξε ο νέος Γερμανός Καγκελάριος, Όλαφ Σόλτς, για να πραγματοποιήσει την πρώτη του επίσημη επίσκεψη στην Ελλάδα. Ένα χρόνο πριν, η προκάτοχός του είχε σηματοδοτήσει το τέλος της δικής της θητείας και το κλείσιμο ενός κεφαλαίου στις ελληνογερμανικές σχέσεις, με την παρουσία της στη χώρα μας στις ίδιες ημερομηνίες. Και αν η τελευταία επίσκεψη της Άνγκελα Μέρκελ αποτύπωνε την αποκλιμάκωση του αντιγερμανικού αισθήματος, η άφιξη της στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 2012 είχε συμπέσει με την κορύφωση του αντιγερμανισμού στην ελληνική κοινή γνώμη προσδίδοντας ιδιαίτερη φόρτιση στον επετειακό εορτασμό. Στη διάρκεια της παρελθούσας δεκαετίας, η διαχείριση της μνήμης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έχει ενταχθεί στις πολιτικές της γερμανικής δημόσιας διπλωματίας. Και οι επισκέψεις της γερμανικής πολιτικής ηγεσίας, που συμπίπτουν με την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, θα πρέπει να ιδωθούν υπό αυτό το πρίσμα.
Ωστόσο, στις πρόσφατες δηλώσεις Σολτς, κατά την κοινή συνέντευξη τύπου με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, η αναφορά στο περιεχόμενο της επετείου ήταν μάλλον αμήχανη, με τον Γερμανό καγκελάριο να αναφέρει ότι αυτή εντάσσεται στη ‘μακρά και πολυκύμαντη’ ιστορία των ελληνογερμανικών σχέσεων. Στη διατύπωση αυτή, το τραυματικό παρελθόν, και οι αιχμές του, δίνουν τη θέση τους στη σαφώς πιο ουδέτερη ιδέα ότι ο ιστορικός χρόνος εμπεριέχει αναπόφευκτα σημεία καμπής, που δεν συνιστούν όμως ρήγματα στις διμερείς σχέσεις. Όμως, η διαχείριση της εθνικής εικόνας δεν αποτέλεσε μέριμνα μόνο της γερμανικής πλευράς στο πλαίσιο της πρόσφατης επίσκεψης Σολτς.
Αν για τη γερμανική δημόσια διπλωματία, η προώθηση της βέλτιστης δυνατής εθνικής εικόνας θα πρέπει να συμπεριλάβει τη διαχείριση του ναζιστικού παρελθόντος, και ειδικότερα, στην ελληνική περίπτωση, την ιστορία της εισβολής και Κατοχής, για την ελληνική πλευρά, ως προτεραιότητα αναδείχθηκε η θέση ότι η περίοδος της οικονομικής κρίσης – και οι προεκτάσεις της αναφορικά με τη διεθνή θέση της χώρας και την ικανότητα λήψης αποφάσεων – συνιστά οριστικά παρελθόν.
Από την πλευρά του, λοιπόν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιδίωξε να αξιοποιήσει την επίσκεψη προκειμένου να προβάλει την εικόνα της μεταμνημονιακής Ελλάδας. Η παρουσία ενός νέου Γερμανού καγκελαρίου υπογράμμιζε την τομή με την εποχή Μέρκελ. Ο πρωθυπουργός θέλησε να τονίσει ότι η αλλαγή αφορά και τους ρόλους των δύο χωρών στη μεταξύ τους σχέση, η οποία στο εξής δεν θα ορίζεται με βάση την αντίθεση ισχυρού και αδύναμου έθνους, κατά τη διατύπωσή του. Ο Γερμανός ομόλογος του αρκέστηκε να κάνει λόγο για μια ‘νέα Ελλάδα’, αναπαράγοντας εν μέρει το ελληνικό αφήγημα. Βεβαίως, τα θέματα που κυριάρχησαν στην ατζέντα της επίσκεψης Σολτς υπερέβαιναν τις διμερείς σχέσεις και αφορούσαν μείζονες προκλήσεις για τη διεθνή πολιτική σκηνή. Τόσο στη διμερή όσο και στην ευρύτερη θεματολογία της επίσκεψης, φαίνεται ότι ο κοινός βηματισμός των δύο χωρών παραμένει μάλλον ζητούμενο, παρά δεδομένο.
Αξίζει όμως να προσεχτεί το γεγονός ότι και για τις δύο χώρες, η προβολή της εθνικής τους εικόνας, στο πλαίσιο της δημόσιας διπλωματίας τους, εμπεριέχει την αφήγηση περί οριστικής ρήξης σε σχέση με κάποια πτυχή των διμερών σχέσεων, είτε στο πιο μακρινό είτε στο πιο πρόσφατο παρελθόν. Υπάρχουν πράγματα που τόσο η Γερμανία όσο και η Ελλάδα θέλουν αμοιβαία να αναγνωρίσουν ως κεφάλαια που έχουν κλείσει οριστικά. Και από αυτή τη σκοπιά, μοιάζει να λειτουργούν αμοιβαία σαν υπενθύμιση για το τι θα ήθελαν να ξεχαστεί.
Η Τζένη Λιαλιούτη είναι επίκουρη καθηγήτρια στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης και διευθύντρια του Εργαστηρίου Μελέτης των Ελληνογερμανικών Σχέσεων στο ίδιο τμήμα.